κίνητρο: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κίνητρον]])<br />όργανο με το οποίο κινεί [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η σιδερένια [[ράβδος]] με την οποία οι μεταλλουργοί μετακινούν πυρακτωμένες ή λειωμένες ύλες<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αίτιο]], [[ελατήριο]] ή [[ερέθισμα]] [[προς]] μία [[ενέργεια]] ή [[απόφαση]] (α. «[[κίνητρο]] του φόνου ήταν η [[ζήλεια]]» β. «ο [[δάσκαλος]] [[πρέπει]] να δίνει κίνητρα στους μαθητές για την πνευματική τους [[καλλιέργεια]]»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οικονομικά κίνητρα» — οι παράγοντες που παρακινούν το [[άτομο]] στην [[ανάληψη]] οικονομικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] μεγάλου κουταλιού, [[κουτάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κινη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>κινή</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του <i>κινῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μίση</i>-<i>τρον</i>, [[φίλη]]-<i>τρον</i>)].
|mltxt=το (ΑΜ [[κίνητρον]])<br />όργανο με το οποίο κινεί [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η σιδερένια [[ράβδος]] με την οποία οι μεταλλουργοί μετακινούν πυρακτωμένες ή λειωμένες ύλες<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αίτιο]], [[ελατήριο]] ή [[ερέθισμα]] [[προς]] μία [[ενέργεια]] ή [[απόφαση]] (α. «[[κίνητρο]] του φόνου ήταν η [[ζήλεια]]» β. «ο [[δάσκαλος]] [[πρέπει]] να δίνει κίνητρα στους μαθητές για την πνευματική τους [[καλλιέργεια]]»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οικονομικά κίνητρα» — οι παράγοντες που παρακινούν το [[άτομο]] στην [[ανάληψη]] οικονομικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] μεγάλου κουταλιού, [[κουτάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κινη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κινή</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του <i>κινῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>μίση</i>-<i>τρον</i>, [[φίλη]]-<i>τρον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑΜ κίνητρον)
όργανο με το οποίο κινεί κάποιος κάτι
νεοελλ.
1. η σιδερένια ράβδος με την οποία οι μεταλλουργοί μετακινούν πυρακτωμένες ή λειωμένες ύλες
2. μτφ. αίτιο, ελατήριο ή ερέθισμα προς μία ενέργεια ή απόφαση (α. «κίνητρο του φόνου ήταν η ζήλεια» β. «ο δάσκαλος πρέπει να δίνει κίνητρα στους μαθητές για την πνευματική τους καλλιέργεια»
3. φρ. «οικονομικά κίνητρα» — οι παράγοντες που παρακινούν το άτομο στην ανάληψη οικονομικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων
μσν.-αρχ.
είδος μεγάλου κουταλιού, κουτάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη- (πρβλ. -κινή-θην, παθ. αόρ. του κινῶ) + επίθημα -τρον (πρβλ. μίση-τρον, φίλη-τρον)].