καπηλειό: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "ηλεῑ" to "ηλεῖ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καπηλείο(ν), καπουλειό και [[καπελειό]], το (AM καπηλεῖον)<br />[[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κατάστημα]] πώλησης αναγκαίων, μικρό [[παντοπωλείο]] («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καπηλειό]] <span style="color: red;"><</span> <i>καπηλεῖο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κάπηλος]]. Ο τ. [[καπελειό]] <span style="color: red;"><</span> [[καπηλειό]] με [[επίδραση]] του [[κάπελας]], ο δε τ. <i>καπουλειό</i> με [[επίδραση]] τών ουσ. σε -<i>πουλειό</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>πωλειό</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρασοπουλειό]])].
|mltxt=και καπηλείο(ν), καπουλειό και [[καπελειό]], το (AM καπηλεῖον)<br />[[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κατάστημα]] πώλησης αναγκαίων, μικρό [[παντοπωλείο]] («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καπηλειό]] <span style="color: red;"><</span> <i>καπηλεῖο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κάπηλος]]. Ο τ. [[καπελειό]] <span style="color: red;"><</span> [[καπηλειό]] με [[επίδραση]] του [[κάπελας]], ο δε τ. <i>καπουλειό</i> με [[επίδραση]] τών ουσ. σε -<i>πουλειό</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>πωλειό</i> ([[πρβλ]]. [[κρασοπουλειό]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῖον)
οινοπωλείο, ταβέρνα
αρχ.
μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος. Ο τ. καπελειό < καπηλειό με επίδραση του κάπελας, ο δε τ. καπουλειό με επίδραση τών ουσ. σε -πουλειό < -πωλειό (πρβλ. κρασοπουλειό)].