κανονιοφόρος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(19) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μικρό πολεμικό [[πλοίο]] εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, [[κανονιέρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «η [[πολιτική]] τών κανονιοφόρων» — η [[δυναμική]] στρατιωτική [[επέμβαση]] από ισχυρό [[κράτος]] για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κανονιοφόρος]], [[αντί]] του αναμενομένου <i>κανον</i>-<i>ο</i>-[[φόρος]] (<b>βλ. λ.</b> [[κανονιοβολώ]]) <span style="color: red;"><</span> [[κανόνι]](Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=η<br /><b>1.</b> μικρό πολεμικό [[πλοίο]] εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, [[κανονιέρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «η [[πολιτική]] τών κανονιοφόρων» — η [[δυναμική]] στρατιωτική [[επέμβαση]] από ισχυρό [[κράτος]] για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κανονιοφόρος]], [[αντί]] του αναμενομένου <i>κανον</i>-<i>ο</i>-[[φόρος]] (<b>βλ. λ.</b> [[κανονιοβολώ]]) <span style="color: red;"><</span> [[κανόνι]](Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>ολμο</i>-[[φόρος]], <i>σκευο</i>-[[φόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κωνστ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα
2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» — η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος, αντί του αναμενομένου κανον-ο-φόρος (βλ. λ. κανονιοβολώ) < κανόνι(Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ολμο-φόρος, σκευο-φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κωνστ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].