κοτεινός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοτεινός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κοτήεις]], [[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκοτ</i>-<i>εινός</i>, <i>υγι</i>-<i>εινός</i>)].
|mltxt=[[κοτεινός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κοτήεις]], [[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> ([[πρβλ]]. <i>σκοτ</i>-<i>εινός</i>, <i>υγι</i>-<i>εινός</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοτεινός:''' гневный, злобный ([[ψόγος]] Pind. - v. l. к [[σκοτεινός]]).
|elrutext='''κοτεινός:''' гневный, злобный ([[ψόγος]] Pind. - v. l. к [[σκοτεινός]]).
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτεινός Medium diacritics: κοτεινός Low diacritics: κοτεινός Capitals: ΚΟΤΕΙΝΟΣ
Transliteration A: koteinós Transliteration B: koteinos Transliteration C: koteinos Beta Code: koteino/s

English (LSJ)

ή, όν, A = κοτήεις, cj. for σκοτεινόν in Pi.N.7.61 Boeckh.

Greek (Liddell-Scott)

κοτεινός: -ή, -όν, = κοτήεις, κατὰ Böckh ἐν Πινδ. Ν. 7. 90 (61), ἐπειδὴ τό σκοτεινὸν εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὁ Bgk. κελαινόν.

Greek Monolingual

κοτεινός, -ή, -όν (Α)
κοτήεις, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -εινός (πρβλ. σκοτ-εινός, υγι-εινός)].

Russian (Dvoretsky)

κοτεινός: гневный, злобный (ψόγος Pind. - v. l. к σκοτεινός).