κυάνωση: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κυάνωσις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αλλαγή]] χρώματος [[προς]] το κυανό<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> κυανή [[χρώση]] του δέρματος και τών βλενογόννων—ιδιαίτερα [[εμφανής]] στα χείλη, στα πτερύγια της [[μύτης]] και στα νύχια— που αντιστοιχεί σε υπερβολική [[ποσότητα]] αναχθείσας, [[δηλαδή]] μη συνδεδεμένης με [[οξυγόνο]], αιμοσφαιρίνης στο [[αίμα]] τών τριχοειδών αγγείων<br /><b>3.</b> [[μέθοδος]] αποχωρισμού πολύτιμων μετάλλων από τα χώματα και τα πετρώματα στα οποία περιέχονται, με [[χρησιμοποίηση]] κυανιούχων αλκαλίων, αλλ. [[κυανίωση]]<br /><b>4.</b> [[επίχριση]] μετάλλινων αντικειμένων με οξύ για [[προστασία]] από την οξείδωση<br /><b>5.</b> (τροφ. τεχνολ.) [[αλλοίωση]], [[θόλωμα]] τών κρασιών που περιέχουν μικρές ποσότητες αλάτων τρισθενούς σιδήρου και ταννίνης<br /><b>αρχ.</b><br />το βαθυκύανο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυανό</i>-<i>ω</i>/<i>ῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος της ιατρικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cyanosis</i> <span style="color: red;"><</span> νεώτ. λατ. <i>cyanosis</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυάνωση]]].
|mltxt=η (Α [[κυάνωσις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αλλαγή]] χρώματος [[προς]] το κυανό<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> κυανή [[χρώση]] του δέρματος και τών βλενογόννων—ιδιαίτερα [[εμφανής]] στα χείλη, στα πτερύγια της [[μύτης]] και στα νύχια— που αντιστοιχεί σε υπερβολική [[ποσότητα]] αναχθείσας, [[δηλαδή]] μη συνδεδεμένης με [[οξυγόνο]], αιμοσφαιρίνης στο [[αίμα]] τών τριχοειδών αγγείων<br /><b>3.</b> [[μέθοδος]] αποχωρισμού πολύτιμων μετάλλων από τα χώματα και τα πετρώματα στα οποία περιέχονται, με [[χρησιμοποίηση]] κυανιούχων αλκαλίων, αλλ. [[κυανίωση]]<br /><b>4.</b> [[επίχριση]] μετάλλινων αντικειμένων με οξύ για [[προστασία]] από την οξείδωση<br /><b>5.</b> (τροφ. τεχνολ.) [[αλλοίωση]], [[θόλωμα]] τών κρασιών που περιέχουν μικρές ποσότητες αλάτων τρισθενούς σιδήρου και ταννίνης<br /><b>αρχ.</b><br />το βαθυκύανο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυανό</i>-<i>ω</i>/<i>ῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος της ιατρικής [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cyanosis</i> <span style="color: red;"><</span> νεώτ. λατ. <i>cyanosis</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυάνωση]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Α κυάνωσις)
νεοελλ.
1. η αλλαγή χρώματος προς το κυανό
2. ιατρ. κυανή χρώση του δέρματος και τών βλενογόννων—ιδιαίτερα εμφανής στα χείλη, στα πτερύγια της μύτης και στα νύχια— που αντιστοιχεί σε υπερβολική ποσότητα αναχθείσας, δηλαδή μη συνδεδεμένης με οξυγόνο, αιμοσφαιρίνης στο αίμα τών τριχοειδών αγγείων
3. μέθοδος αποχωρισμού πολύτιμων μετάλλων από τα χώματα και τα πετρώματα στα οποία περιέχονται, με χρησιμοποίηση κυανιούχων αλκαλίων, αλλ. κυανίωση
4. επίχριση μετάλλινων αντικειμένων με οξύ για προστασία από την οξείδωση
5. (τροφ. τεχνολ.) αλλοίωση, θόλωμα τών κρασιών που περιέχουν μικρές ποσότητες αλάτων τρισθενούς σιδήρου και ταννίνης
αρχ.
το βαθυκύανο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανό-ω/ < κύανος. Η λ. ως επιστημονικός όρος της ιατρικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cyanosis < νεώτ. λατ. cyanosis < κυάνωση].