λυσσαλέος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λυσσαλέος]], -έα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[λύσσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> πολύ οργισμένος ή πολύ [[ορμητικός]] («λυσσαλέα [[επίθεση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυσσαλέως</i> και -<i>έα</i><br />με [[λύσσα]], με [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ( | |mltxt=-α, -ο (Α [[λυσσαλέος]], -έα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[λύσσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> πολύ οργισμένος ή πολύ [[ορμητικός]] («λυσσαλέα [[επίθεση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυσσαλέως</i> και -<i>έα</i><br />με [[λύσσα]], με [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>, <i>ρωμ</i>-<i>αλέος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
English (LSJ)
α, ον, A raging mad, κύνες A.R.4.1393; also λ. μανίη Man.4.539.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσᾰλέος: -α, -ον, λυσσῶν, λυσσασμένος, μανιώδης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1393.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λυσσαλέος, -έα, -ον)
1. αυτός που πάσχει από λύσσα
2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»).
επίρρ...
λυσσαλέως και -έα
με λύσσα, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειν-αλέος, ρωμ-αλέος)].