λωβητήρ: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωβητήρ]], -ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και [[λωβήτειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> (για τις Ερινύες) [[ολέθριος]], [[καταστροφέας]] («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άθλιος]], [[μηδαμινός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβη]] «[[προσβολή]], κακομεταχείρηση» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οδηγη</i>-<i>τήρ</i>, <i>πωλη</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[λωβητήρ]], -ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και [[λωβήτειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> (για τις Ερινύες) [[ολέθριος]], [[καταστροφέας]] («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άθλιος]], [[μηδαμινός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβη]] «[[προσβολή]], κακομεταχείρηση» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. <i>οδηγη</i>-<i>τήρ</i>, <i>πωλη</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβητήρ Medium diacritics: λωβητήρ Low diacritics: λωβητήρ Capitals: ΛΩΒΗΤΗΡ
Transliteration A: lōbētḗr Transliteration B: lōbētēr Transliteration C: lovitir Beta Code: lwbhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ and ἡ, A foul slanderer, Il.2.275, 11.385: generally, destroyer, of the Erinyes, S.Ant.1074; ἀοιδᾶν Tim.Pers.231. II worthless wretch, Il.24.239, A.R.3.372, Tryph.21.

Greek (Liddell-Scott)

λωβητήρ: ῆρος, ὁ, ὑβριστής, τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον (περὶ τοῦ Θερσίτου) Ἰλ. Β. 275., Λ. 385· καθόλου, ὀλέθριος, καταστροφεὺς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ἀντ. 1074. II. ἄθλιος καὶ οὐτιδανὸς ἄνθρωπος, ὡς τὸ λυμεών, Ἰλ. Ω. 239, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 372.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 qui outrage, insulteur;
2 qui fait périr, qui ruine ou détruit;
3 être malfaisant, scélérat, misérable.
Étymologie: λωβάομαι.

English (Autenrieth)

ῆρος: one who outrages or insults, slanderer, scoundrel, Il. 2.275, Il. 11.385. (Il.)

Greek Monolingual

λωβητήρ, -ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α)
1. υβριστής
2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.)
3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα -τήρ (πρβλ. οδηγη-τήρ, πωλη-τήρ)].

Greek Monotonic

λωβητήρ: -ῆρος, ὁ,
I. κάποιος που συμπεριφέρεται κακοποιητικά, συκοφάντης, υβριστής, σε Ομήρ. Ιλ.· ολέθριος καταστροφέας, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
II. Παθ., άθλιος και ουτιδανός άνθρωπος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

λωβητήρ, ῆρος,
I. one who treats despitefully, a foul slanderer, Il.; a destroyer, of the Furies, Soph.
II. pass. a worthless wretch, Il.

English (Woodhouse)

one who ruins

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)