ψάθα: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού [[τύφη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πλέγματος που κατασκευάζεται από τα στελέχη του [[παραπάνω]] φυτού και το οποίο χρησιμοποιείται ως [[χαλί]] ή ως [[στρώμα]] («σκούπισε τα πόδια σου στην [[ψάθα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[πλέγμα]] από στελέχη αγρωστωδών [[φυτών]]<br /><b>4.</b> ψάθινο [[καπέλο]] για άνδρες ή για γυναίκες<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> (σε ιστιοφόρο) ωτοειδές [[ιστίο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «έμεινε στην [[ψάθα]]» — έχασε [[κάθε]] περιουσιακό [[στοιχείο]], έμεινε [[απένταρος]]<br />β) «πέθανε στην [[ψάθα]]» — πέθανε [[πάμπτωχος]]<br />γ) «βάζει το [[νερό]] [[κάτω]] από την [[ψάθα]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είναι]] πολύ ύπουλος [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαθί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κεφάλι]]: [[κεφάλα]])].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού [[τύφη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πλέγματος που κατασκευάζεται από τα στελέχη του [[παραπάνω]] φυτού και το οποίο χρησιμοποιείται ως [[χαλί]] ή ως [[στρώμα]] («σκούπισε τα πόδια σου στην [[ψάθα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[πλέγμα]] από στελέχη αγρωστωδών [[φυτών]]<br /><b>4.</b> ψάθινο [[καπέλο]] για άνδρες ή για γυναίκες<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> (σε ιστιοφόρο) ωτοειδές [[ιστίο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «έμεινε στην [[ψάθα]]» — έχασε [[κάθε]] περιουσιακό [[στοιχείο]], έμεινε [[απένταρος]]<br />β) «πέθανε στην [[ψάθα]]» — πέθανε [[πάμπτωχος]]<br />γ) «βάζει το [[νερό]] [[κάτω]] από την [[ψάθα]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είναι]] πολύ ύπουλος [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαθί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[κεφάλι]]: [[κεφάλα]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού τύφη
2. είδος πλέγματος που κατασκευάζεται από τα στελέχη του παραπάνω φυτού και το οποίο χρησιμοποιείται ως χαλί ή ως στρώμα («σκούπισε τα πόδια σου στην ψάθα»)
3. (κατ' επέκτ.) κάθε πλέγμα από στελέχη αγρωστωδών φυτών
4. ψάθινο καπέλο για άνδρες ή για γυναίκες
5. ναυτ. (σε ιστιοφόρο) ωτοειδές ιστίο
6. φρ. α) «έμεινε στην ψάθα» — έχασε κάθε περιουσιακό στοιχείο, έμεινε απένταρος
β) «πέθανε στην ψάθα» — πέθανε πάμπτωχος
γ) «βάζει το νερό κάτω από την ψάθα»
μτφ. είναι πολύ ύπουλος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαθί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλα)].