θεατρώνης: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θεατρώνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατρικός]] [[επιχειρηματίας]] που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, [[εργολάβος]] θεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχ. Αθήνα), ο [[πολίτης]] που εισέπραττε από τους θεατές ως [[δικαίωμα]] εισόδου το «θεωρικόν» και σε [[αντάλλαγμα]] πλήρωνε [[ενοίκιο]] στην [[πολιτεία]] και διατηρούσε το [[θέατρο]] σε καλή [[κατάσταση]], ο [[ενοικιαστής]] και [[υπεύθυνος]] [[επιμελητής]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» ([[πρβλ]]. <i>βο</i>-<i>ώνης</i>, <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>, <i>χρυσ</i>-<i>ώνης</i>)].
|mltxt=ο (Α [[θεατρώνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατρικός]] [[επιχειρηματίας]] που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, [[εργολάβος]] θεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχ. Αθήνα), ο [[πολίτης]] που εισέπραττε από τους θεατές ως [[δικαίωμα]] εισόδου το «θεωρικόν» και σε [[αντάλλαγμα]] πλήρωνε [[ενοίκιο]] στην [[πολιτεία]] και διατηρούσε το [[θέατρο]] σε καλή [[κατάσταση]], ο [[ενοικιαστής]] και [[υπεύθυνος]] [[επιμελητής]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» ([[πρβλ]]. [[βοώνης]], [[τελώνης]], [[χρυσώνης]])].
}}
}}

Revision as of 17:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεατρώνης Medium diacritics: θεατρώνης Low diacritics: θεατρώνης Capitals: ΘΕΑΤΡΩΝΗΣ
Transliteration A: theatrṓnēs Transliteration B: theatrōnēs Transliteration C: theatronis Beta Code: qeatrw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A lessee of a theatre, Thphr.Char.30.6.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, = θεατροπώλης; in Athen bekam er das Eintrittsgeld, θεωρικόν, u. mußte dafür das Theater im baulichen Zustande erhalten, auch eine Pacht an den Staat zahlen, Theophr. Char. 11.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς θεάτρου καὶ ἐπιμελητὴς αὐτοῦ ἐν Ἀθήναις, ὅστις ἐλάμβανεν ὡς δικαίωμα εἰσόδου τὸ θεωρικόν, ἀνθ’ οὗ ἐπλήρωνεν ἐνοίκιον εἰς τὴν πολιτείαν καὶ διετήρει τὸ θέατρον ἐν καλῇ καταστάσει, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 11. 3, Böckh P. E. 1. 294· πρβλ. ἀρχιτέκτων ΙΙ.

Greek Monolingual

ο (Α θεατρώνης)
νεοελλ.
θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου
αρχ.
(στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν» και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο στην πολιτεία και διατηρούσε το θέατρο σε καλή κατάσταση, ο ενοικιαστής και υπεύθυνος επιμελητής του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. βοώνης, τελώνης, χρυσώνης)].