εὐμήκης: Difference between revisions

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐμήκης]], -ες, Α δωρ. τ. [[εὐμάκης]])<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ψηλός]], αυτός που έχει υψηλό [[ανάστημα]] («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[εκτεταμένος]] [[κατά]] [[μήκος]], ο [[μακρός]], ο [[επιμήκης]] («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε<br />τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔμηκες</i><br />[[είδος]] βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>μήκης</i>, <i>ουρανο</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐμήκης]], -ες, Α δωρ. τ. [[εὐμάκης]])<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ψηλός]], αυτός που έχει υψηλό [[ανάστημα]] («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[εκτεταμένος]] [[κατά]] [[μήκος]], ο [[μακρός]], ο [[επιμήκης]] («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε<br />τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔμηκες</i><br />[[είδος]] βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. [[επιμήκης]], [[ουρανομήκης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:47, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμήκης Medium diacritics: εὐμήκης Low diacritics: ευμήκης Capitals: ΕΥΜΗΚΗΣ
Transliteration A: eumḗkēs Transliteration B: eumēkēs Transliteration C: evmikis Beta Code: eu)mh/khs

English (LSJ)

Dor. εὐμάκης [ᾱ], ες, (μῆκος) A tall, Pl.Prm.127b, Thphr. HP3.9.2, Theoc.14.25; long, ξυστοί Jul.Or.2.60a: Comp. -έστερος Arist.PA696a17: Sup.-έστατος PPetr.2p.14 (iii B.C.), Str.5.2.5. 2 considerable, great, τύχαι E.IA595 (anap.). 3 εὔμηκες, τό, kind of balsam, Plin.HN12.114.

German (Pape)

[Seite 1081] ες, von ansehnlicher Länge, groß u. schlank; von Menschen, Plat. Parmen. 127 b, wie Rufin. 19 (V, 76); Alciphr. 3, 67; τρίχες Xen. Equ. 5, 16; Folgde, ὀφιώδη καὶ εὐμηκέστερα Arist. part. an. 7, 13; – übertr., τύχαι, großes Glück, Eur. I. A. 596.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμήκης: Δωρ. εὐμάκης ᾱ, ες, (μῆκος), ἔχων καλὸν μῆκος, ὑψηλός, Πλάτ. Παρμ. 127Β, Θεόκρ. 14. 25. - Συγκρ. -έστερος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 11· Ὑπερθ., Στράβ. 222. 3) καθόλου, μέγας, τύχαι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 596· μῆκος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10. 11.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d’une bonne longueur, càd grand ou gros.
Étymologie: εὖ, μῆκος.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ εὐμήκης, -ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης)
1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)
2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε
τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. συνεκδ. σημαντικός, αξιόλογος («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμηκες
είδος βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ουρανομήκης].

Greek Monotonic

εὐμήκης: Δωρ. -μάκης[ᾱ], -ες (μῆκος), αυτός που έχει καλό μήκος, ψηλός, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμήκης:
1) большой, крупный, рослый (Ζήνων Plat.; ἄνθρωπος Plut.);
2) большой, объемистый (τὸ κύτος Arst.);
3) длинный (τρίχες Xen.);
4) значительный, великий (τύχαι Eur.).

Middle Liddell

μῆκος
of a good length, tall, Plat., Theocr.