ιχθυόεις: Difference between revisions
From LSJ
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εσσα, -εν (Α [[ἰχθυόεις]], -εσσα, -εν)<br />[[γεμάτος]] ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[ψάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η [[θάλασσα]] (<b>Ομ. Οδ.</b>). β) «[[ἰχθυόεις]] [[μυχός]]» — ο [[Βόσπορος]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-εσσα, -εν (Α [[ἰχθυόεις]], -εσσα, -εν)<br />[[γεμάτος]] ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[ψάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η [[θάλασσα]] (<b>Ομ. Οδ.</b>). β) «[[ἰχθυόεις]] [[μυχός]]» — ο [[Βόσπορος]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[βοτρυόεις]], [[δακρυόεις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:08, 23 August 2021
Greek Monolingual
-εσσα, -εν (Α ἰχθυόεις, -εσσα, -εν)
γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια
αρχ.
1. όμοιος με ψάρι
2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)
3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» — ο Βόσπορος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -όεις (πρβλ. βοτρυόεις, δακρυόεις)].