κεγχρίας: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεγχρίας]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[κεγχρίας]] [[πυρετός]]» — λοιμώδες [[νόσημα]] που χαρακτηρίζεται από άφθονο [[ιδρώτα]] και από [[εμφάνιση]] ιδρώων στο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> [[φίδι]] που έχει στο [[δέρμα]] του εξογκώματα όμοια με [[κεχρί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κεγχρίας]] [[ἕρπης]]» — [[εξάνθημα]] του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[κεγχρίας]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[κεγχρίας]] [[πυρετός]]» — λοιμώδες [[νόσημα]] που χαρακτηρίζεται από άφθονο [[ιδρώτα]] και από [[εμφάνιση]] ιδρώων στο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> [[φίδι]] που έχει στο [[δέρμα]] του εξογκώματα όμοια με [[κεχρί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κεγχρίας]] [[ἕρπης]]» — [[εξάνθημα]] του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[αστερίας]], [[καρχαρίας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A like grains of millet. κεγχρίας ἕρπης = an eruption on the skin, Gal.7.722, 10.1009. II serpent with millet-like protuberances on the skin, Philum.Ven.22.1:—also κεγχριδίας, Dsc.Ther.32; cf. κέγχρος III:
German (Pape)
[Seite 1410] ὁ, wie ein Hirsekorn; – a) ἕρπης, ein Hautausschlag, der wie Hirsekörner aussieht, Galen. – b) eine Schlangenart, vgl. κεγχρίς, κεγχριδίας, κεγχράνης.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρίας: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. ἕρπης, ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. ὄφις ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, ὅμοιος πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· κέγχρος, αὐτόθι 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· κεγχρίτης, Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ κεγχρίας, εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ καχρυδίας.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεγχρίας, ὁ)
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «κεγχρίας πυρετός» — λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από άφθονο ιδρώτα και από εμφάνιση ιδρώων στο δέρμα
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με κεχρί
2. φίδι που έχει στο δέρμα του εξογκώματα όμοια με κεχρί
3. φρ. «κεγχρίας ἕρπης» — εξάνθημα του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ίας (πρβλ. αστερίας, καρχαρίας)].