λιθογλύφος: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λιθογλύφος]])<br /><b>1.</b> ο [[λιθογλύπτης]]<br /><b>2.</b> [[τεχνίτης]] που διακοσμεί λίθους, [[συνήθως]] πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]] «[[λαξεύω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Α [[λιθογλύφος]])<br /><b>1.</b> ο [[λιθογλύπτης]]<br /><b>2.</b> [[τεχνίτης]] που διακοσμεί λίθους, [[συνήθως]] πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]] «[[λαξεύω]]»), [[πρβλ]]. [[ξυλογλύφος]], [[τοκογλύφος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, A sculptor, Luc.Somn.18, Gal.1.7; engraver, Dsc.5.147 (v.l. -γράφος); title of play by Philemon, Did.in D.9.62.
German (Pape)
[Seite 45] ὁ, = λιθογλύπτης, Luc. somn. 18.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ, γλύπτης λίθων, Λουκ. Ἐνύπν. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: λίθος, γλύφω.
Greek Monolingual
ο (Α λιθογλύφος)
1. ο λιθογλύπτης
2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλογλύφος, τοκογλύφος].
Greek Monotonic
λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης της πέτρας, σε Λουκ.