ἡμιπαγής: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιπαγής]], -ές (Α)<br />ο [[σχεδόν]] στερεοποιημένος, ο πηγμένος [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[τέρας]] με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο [[κάτω]] [[μέρος]] του προσώπου ώς το [[στόμα]], που [[είναι]] κοινό για τα δύο σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για τη [[μάθηση]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[άρτιος]], που δεν [[είναι]] [[πλήρης]] («ἡμιπαγὴς [[σοφία]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡμιπαγής]], -ές (Α)<br />ο [[σχεδόν]] στερεοποιημένος, ο πηγμένος [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[τέρας]] με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο [[κάτω]] [[μέρος]] του προσώπου ώς το [[στόμα]], που [[είναι]] κοινό για τα δύο σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για τη [[μάθηση]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[άρτιος]], που δεν [[είναι]] [[πλήρης]] («ἡμιπαγὴς [[σοφία]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. [[ακροπαγής]], [[χρυσοπαγής]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμῐπᾰγής:''' наполовину сгустившийся, полуотвердевший ([[ὑγρόν]] Plat.): [[δρόσος]] ἡ. Arst. иней. | |elrutext='''ἡμῐπᾰγής:''' наполовину сгустившийся, полуотвердевший ([[ὑγρόν]] Plat.): [[δρόσος]] ἡ. Arst. иней. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A half-congealed, half-hardened, Pl.Ti.59e,60d; δρόσος Arist.Mu.394a26; ᾠὰ ἡ. half-hard, medium-boiled eggs, Hp.Acut. (Sp.) 53: metaph., ἡ. σοφία Ph.1.322.
German (Pape)
[Seite 1169] ές, halb geronnen, halb hart; ᾠά Plat. Tim. 59 e; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπᾰγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπηγώς, ἐστεροποιημένος, Πλάτ. Τιμ. 59Ε, 60D˙ ᾠὰ ἡμιπαγῆ, ἡμίπηκτα, κοιν. «μελᾶτα», Ἱππ. 405. 39˙ - μεταφ., ἡμ. σοφία Φίλων 1. 322.
Greek Monolingual
ἡμιπαγής, -ές (Α)
ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ
νεοελλ.
ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος του προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα
αρχ.
1. (μτφ. για τη μάθηση) αυτός που δεν είναι άρτιος, που δεν είναι πλήρης («ἡμιπαγὴς σοφία», Φίλ.)
2. φρ. «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -παγής < επάγην, πήγνυμι (πρβλ. ακροπαγής, χρυσοπαγής)].
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐπᾰγής: наполовину сгустившийся, полуотвердевший (ὑγρόν Plat.): δρόσος ἡ. Arst. иней.