κλυτόπαις: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλυτόπαις]], -αιδος ο, η (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξακουστά [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> [[διάσημος]] για τα [[παιδιά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]] ([[πρβλ]]. <i>αρρενό</i>-[[παις]], <i>ουρανό</i>-[[παις]])].
|mltxt=[[κλυτόπαις]], -αιδος ο, η (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξακουστά [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> [[διάσημος]] για τα [[παιδιά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]] ([[πρβλ]]. [[αρρενόπαις]], [[ουρανόπαις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:45, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόπαις Medium diacritics: κλυτόπαις Low diacritics: κλυτόπαις Capitals: ΚΛΥΤΟΠΑΙΣ
Transliteration A: klytópais Transliteration B: klytopais Transliteration C: klytopais Beta Code: kluto/pais

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. παιδος, A famous for one's children, ib.9.262 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1457] παιδος, berühmt durch Kinder, Philp. 66 (IX, 262).

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόπαις: ὁ, ἡ, ἔχων περίφημα τέκνα, Ἀνθ. Π. 9. 262.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
illustre par ses enfants.
Étymologie: κλυτός, παῖς.

Greek Monolingual

κλυτόπαις, -αιδος ο, η (AM)
1. αυτός που έχει ξακουστά παιδιά
2. διάσημος για τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + παῖς (πρβλ. αρρενόπαις, ουρανόπαις)].

Greek Monotonic

κλῠτόπαις: ὁ, ἡ, αυτός που έχει διάσημα παιδιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλυτόπαις: παιδος adj. славный своими детьми Anth.

Middle Liddell

κλῠτό-παις,
with famous children, Anth.