ξενοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη [[χώρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μνηστηρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[ξενοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη [[χώρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), [[πρβλ]]. [[μνηστηροκτόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:17, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοκτόνος Medium diacritics: ξενοκτόνος Low diacritics: ξενοκτόνος Capitals: ΞΕΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: xenoktónos Transliteration B: xenoktonos Transliteration C: ksenoktonos Beta Code: cenokto/nos

English (LSJ)

ον, A slaying guests or strangers, E.IT53, Aeschin.3.224; ξ. ἵπποι Scymn.669, cf. Plu.Mar. 8.

German (Pape)

[Seite 277] Fremde od. Gastfreunde tödtend; τιμαί, τέχνη, Eur. I. T. 53. 776; Aesch. 3, 224; Luc. D. D. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς παρ’ αὐτῷ ξενιζομένους ἢ ξένους, Εὐρ. Ι. Τ. 53, 776, Αἰσχίν. 85, Πλουτ. Μάρ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, κτείνω.

Greek Monolingual

ξενοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη χώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μνηστηροκτόνος.

Greek Monotonic

ξενοκτόνος: ον (κτείνω), αυτός που φονεύει φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ευρ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ξενοκτόνος: убивающий чужеземцев или гостей Eur., Aeschin., Plut., Luc.

Middle Liddell

ξενο-κτόνος, ον, κτείνω
slaying guests or strangers, Eur., Aeschin.

English (Woodhouse)

killing strangers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)