ὁμογάλακτες: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμογάλακτες]], οἱ (Α)<br /><b>1.</b> άτομα που έχουν ανατραφεί [[μαζί]], που έχουν θηλάσει το ίδιο [[γάλα]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] εξ αίματος αδέλφια<br /><b>2.</b> άτομα που κατάγονταν από την [[ίδια]] [[οικογένεια]] ή [[φυλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. <i>ομογάλαξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-[[γάλαξ]].
|mltxt=[[ὁμογάλακτες]], οἱ (Α)<br /><b>1.</b> άτομα που έχουν ανατραφεί [[μαζί]], που έχουν θηλάσει το ίδιο [[γάλα]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] εξ αίματος αδέλφια<br /><b>2.</b> άτομα που κατάγονταν από την [[ίδια]] [[οικογένεια]] ή [[φυλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. <i>ομογάλαξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]]), [[πρβλ]]. [[νεογάλαξ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμογάλακτες Medium diacritics: ὁμογάλακτες Low diacritics: ομογάλακτες Capitals: ΟΜΟΓΑΛΑΚΤΕΣ
Transliteration A: homogálaktes Transliteration B: homogalaktes Transliteration C: omogalaktes Beta Code: o(moga/laktes

English (LSJ)

[γᾰ], οἱ, A persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters : hence, like γεννῆται, clansmen, tribesmen, Arist.Pol.1252b18, Philoch.91 : nom. sg. ὁμογάλακτος in Longus 4.9. (Spelt ὁμογάλακες in Philoch. ap. Sch.Patm.D. inBCH1.152, perh. rightly, cf. γάλα.)

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάλακτες: οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ γάλα· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.
Étymologie: ὁμός, γάλα.

Greek Monolingual

ὁμογάλακτες, οἱ (Α)
1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια
2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. ομογάλαξ < ομ(ο)- + -γάλαξ (< γάλα), πρβλ. νεογάλαξ.

Greek Monotonic

ὁμογάλακτες: οἱ (γάλα), πρόσωπα που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, θετοί αδελφοί ή αδελφές, προερχόμενοι από την ίδια οικογένεια, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμογάλακτες: ων (γᾰ) οἱ вскормленные одним и тем же молоком, т. е. родичи Arst.

Middle Liddell

γάλα
persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters, clansmen, Arist.