λιχανός: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lichanos | |Transliteration C=lichanos | ||
|Beta Code=lixano/s | |Beta Code=lixano/s | ||
|Definition=όν, (λείχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[licking]]: <b class="b3">ὁ λ</b>., with or without [[δάκτυλος]], [[forefinger]], from its use in licking up, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>37</span>,al., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>54</span>, <span class="bibl">Ath. 1.15d</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span>12.9</span> (iii A. D.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as | |Definition=όν, (λείχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[licking]]: <b class="b3">ὁ λ</b>., with or without [[δάκτυλος]], [[forefinger]], from its use in licking up, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>37</span>,al., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>54</span>, <span class="bibl">Ath. 1.15d</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span>12.9</span> (iii A. D.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]] λίχᾰνος (sc. [[χορδή]]), ἡ, [[the string struck with the forefinger]], and [[its note]], <span class="bibl">Aristox. <span class="title">Harm.</span>p.116</span> M., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>919a17</span>, <span class="bibl">D.S.3.59</span>, Plu.2.1029a, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Adj., <b class="b3">λ. σωλήν</b> [[a tube of the alembic]], Zos.Alch.pp.225,236 B.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 07:30, 29 August 2021
English (LSJ)
όν, (λείχω) A licking: ὁ λ., with or without δάκτυλος, forefinger, from its use in licking up, Hp.Art.37,al., Luc.Tim.54, Ath. 1.15d, PLips.12.9 (iii A. D.), etc. II as substantive λίχᾰνος (sc. χορδή), ἡ, the string struck with the forefinger, and its note, Aristox. Harm.p.116 M., Arist.Pr.919a17, D.S.3.59, Plu.2.1029a, etc. III Adj., λ. σωλήν a tube of the alembic, Zos.Alch.pp.225,236 B.
Greek (Liddell-Scott)
λῐχᾰνός: -όν, (λείχω)· ὁ λ., μετὰ τοῦ δάκτυλος ἢ ἄνευ αὐτοῦ, ὁ πρῶτος δάκτυλος, ὁ δείκτης λεγόμενος, μετὰ τὸν ἀντίχειρα, δι’ οὗ λείχει, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803, κ. ἀλλ., Λουκ. Τίμ. 54, Ἀθήν. 15D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λιχᾰνός (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ διὰ τοῦ λιχανοῦ πληττομένη καὶ ὁ τόνος ὃν ἀποδίδει, Ἀριστ. Προβλ. 19. 20, Διόδ. 3. 59., Πλούτ. 2. 1029Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
l’index, le second doigt de la main.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.
Greek Monolingual
-ό (AM λιχανός, -όν)
(ως επίθ. του δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης
αρχ.
1. αυτός που γλείφει κάτι
2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» — ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα β) «λιχανὸς φθόγγος» — ο φθόγγος που αναδίδεται από τη χορδή λίχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα του θ. λειχ- του ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -ανός (πρβλ. ικανός, πιθανός].
Greek Monotonic
λιχᾰνός: -όν (λείχω), ὁ λιχανός (ενν. δάκτυλος), ο δείκτης του χεριού, από την χρήση του στο γλείψιμο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
λῐχᾰνός: λείχω облизываемый, т. е. указательный (δάκτυλος Luc.).
II ὁ (sc. δάκτυλος) указательный палец Luc.
λῐχανός: III ἡ (sc. χορδή)
1) струна лиры, перебиравшаяся указательным пальцем Arst.;
2) звук, извлекаемый из этой струны Plut.
Frisk Etymological English
Other forms: λιχμάομαι, λίχνος
See also: s. λείχω.
Middle Liddell
λιχᾰνός, όν λείχω
the fore-finger, from its use in licking up, Luc.
Frisk Etymology German
λιχανός: λιχμάομαι, λίχνος
{likhanós}
See also: s. λείχω.
Page 2,131