φαιοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " syll." to " syllable")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faiochiton
|Transliteration C=faiochiton
|Beta Code=faioxi/twn
|Beta Code=faioxi/twn
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dark-robed]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1049</span> (where the second syll. is apparently long metri causa).</span>
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dark-robed]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1049</span> (where the second [[syllable]] is apparently long metri causa).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] syll. [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.]
|mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] [[syllable]] [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.]
}}
}}

Revision as of 18:43, 31 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιοχίτων Medium diacritics: φαιοχίτων Low diacritics: φαιοχίτων Capitals: ΦΑΙΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: phaiochítōn Transliteration B: phaiochitōn Transliteration C: faiochiton Beta Code: faioxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A dark-robed, A.Ch.1049 (where the second syllable is apparently long metri causa).

German (Pape)

[Seite 1252] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

φαιοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, ἔνθα ἡ δευτέρα συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει ὥστε οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une robe sombre.
Étymologie: φαιός, χιτών.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν
αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες
τα μέλη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. ξανθο-χίτων).

Greek Monotonic

φαιοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χιτώνα με χρώμα σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. μακρά, σαν να ήταν φαιοκχίτων, βλ. Χ, χ).

Russian (Dvoretsky)

φαιοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).

Middle Liddell

φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,
dark-robed, Aesch. second syllable long, quasi φαιοκχίτων; v. X χ fin.]