inexorable: Difference between revisions
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window") |
|||
Line 2: | Line 2: | ||
|Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_436.jpg}}]] | |Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_436.jpg}}]] | ||
===adjective=== | ===adjective=== | ||
[[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχέτλιος]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles | [[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχέτλιος]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles]], ''Fragment''), [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]]. | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀκρότομος]], [[αἰπύς]], [[ἀσκελής]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπειθής]], [[ἀδιάφυκτος]], [[ἄθεστος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀνεκδυσώπητος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαράπειστος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἄλλιτος]], [[ἄλιστος]], [[ἀλιτάνευτος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀφειδής]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμάλακτος]], [[ἀναγκαστικός]], [[ἀνουθέτητος]], [[ἀπροσωπόληπτος]], [[ἀσυγγνώμων]], [[ἀσύγγνωστος]] | |sltx=[[ἀκρότομος]], [[αἰπύς]], [[ἀσκελής]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπειθής]], [[ἀδιάφυκτος]], [[ἄθεστος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀνεκδυσώπητος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαράπειστος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἄλλιτος]], [[ἄλιστος]], [[ἀλιτάνευτος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀφειδής]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμάλακτος]], [[ἀναγκαστικός]], [[ἀνουθέτητος]], [[ἀπροσωπόληπτος]], [[ἀσυγγνώμων]], [[ἀσύγγνωστος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 14 October 2021
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀπαραίτητος, P. and V. σχέτλιος, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος, V. νηλής, ἀνοικτίρμων (Sophocles, Fragment), δυσπαραίτητος, δυσάλγητος.
Spanish > Greek
ἀκρότομος, αἰπύς, ἀσκελής, δυσπαράκλητος, ἀμείλιχος, ἀπαρηγόρητος, ἀπειθής, ἀδιάφυκτος, ἄθεστος, ἄλλιστος, ἀνεκδυσώπητος, ἀδυσώπητος, ἀπαράμυθος, ἀπαράπειστος, ἀπαραίτητος, ἀπαραμύθητος, ἄλλιτος, ἄλιστος, ἀλιτάνευτος, ἀγνώμων, ἀδάμαστος, ἀφειδής, ἀμετάπειστος, ἀμάλακτος, ἀναγκαστικός, ἀνουθέτητος, ἀπροσωπόληπτος, ἀσυγγνώμων, ἀσύγγνωστος