service: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window")
m (Text replacement - "Eur." to "Euripides")
Line 3: Line 3:
===substantive===
===substantive===


[[prose|P.]] [[διακονία]], ἡ, [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[ὑπηρεσία]], ἡ, [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[λατρεία]], ἡ ([[Plato]]), [[θεραπεία]], ἡ, [[θεράπευμα]], τό ([[Euripides|Eur.]], ''[[Hercules Furens]]'' 633), [[ὑπηρέτημα]], τό, [[verse|V.]] [[λατρεύματα]], τα, [[δούλευμα]], τό.
[[prose|P.]] [[διακονία]], ἡ, [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[ὑπηρεσία]], ἡ, [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[λατρεία]], ἡ ([[Plato]]), [[θεραπεία]], ἡ, [[θεράπευμα]], τό ([[Euripides]], ''[[Hercules Furens]]'' 633), [[ὑπηρέτημα]], τό, [[verse|V.]] [[λατρεύματα]], τα, [[δούλευμα]], τό.


[[benefit]], [[favour]]: [[prose|P.]] [[χάρις]], ἡ, [[ὠφέλεια]], ἡ, [[prose|P.]] [[εὐεργεσία]], ἡ, [[εὐεργέτημα]], τό, [[ὑπούργημα]], τό, [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ὠφέλημα]], τό, [[verse|V.]] [[ὑπουργία]], ἡ.
[[benefit]], [[favour]]: [[prose|P.]] [[χάρις]], ἡ, [[ὠφέλεια]], ἡ, [[prose|P.]] [[εὐεργεσία]], ἡ, [[εὐεργέτημα]], τό, [[ὑπούργημα]], τό, [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ὠφέλημα]], τό, [[verse|V.]] [[ὑπουργία]], ἡ.

Revision as of 13:45, 14 October 2021

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for service - Opens in new window

substantive

P. διακονία, ἡ, Ar. and P. ὑπηρεσία, ἡ, P. and V. λατρεία, ἡ (Plato), θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό (Euripides, Hercules Furens 633), ὑπηρέτημα, τό, V. λατρεύματα, τα, δούλευμα, τό.

benefit, favour: P. χάρις, ἡ, ὠφέλεια, ἡ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό, ὑπούργημα, τό, Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. ὑπουργία, ἡ.

worship of the gods: P. θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό, λατρεία, ἡ.

overseer of the religious services: P. τῆς πρὸς τοὺς θεούς ἐπιμελείας… προστάτης (Dem. 618).

ritual: P. and V. τελετή, ἡ, or pl., τέλος, τό, or pl.

use, employment: P. and V. χρεία, ἡ.

duty, function: P. and V. ἔργον, τό, χρεία, ἡ (Dem. 319), V. χρέος, τό, τέλος, τό.

it is the future, or the present that requires the services of a counsellor: P. τὸ μέλλον ἢ τὸ παρὸν τὴς τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ (Dem. 292).

be at any one's service: use P. and V. πρόχειρος εἶναι (dat.).

secure the services of a person: P. and V. χρῆσθαί; (τινι).

service in the army: P. στρατεία, ἡ, Ar. and P. στρατιά, ἡ.

be of an age for service: P. ἐν τῇ ἡλικίᾳ εἶναι.

foreign service: ἔξοδος ἔκδημος, ἡ (Thuc. 2, 10), ἔκδημοι στρατεῖαι, αἱ (Thuc. 1, 15).

evasion of service: Ar. and P. ἀστρατεία, ἡ.

evading service, or exempt from it: Ar. and P. ἀστράτευτος.

fit for service (of ships): P. πλώϊμος.

in active service (of ships): P. ἐνεργός.