κωτίλλω: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " usu. " to " usually ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kotillo | |Transliteration C=kotillo | ||
|Beta Code=kwti/llw | |Beta Code=kwti/llw | ||
|Definition=only pres., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[prattle]], [[chatter]], | |Definition=only pres., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[prattle]], [[chatter]], usually with collat. notion of [[coaxing]], [[wheedling]], αἱμύλα κωτίλλουσα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>374</span>; μαλθακὰ κ. <span class="bibl">Thgn.852</span>; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν <span class="bibl">Phoc.11</span>; ἀνάνυτα κ. <span class="bibl">Theoc.15.87</span>; ἑλικτὰ ἔπη Lyc.1466; <b class="b3">κ. καὶ λιγαίνειν</b>, of a speech in court, to [[be lively]], [[tripping]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>44</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> trans., [[cajole]], [[beguile with fair words]], εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν <span class="bibl">Thgn.363</span>; <b class="b3">μὴ κώτιλλέ με</b> [[tease]] me not [[by prating]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>756</span>; τοιαῦτα κωτίλλουσα τὴν ἀχαΐνην <span class="bibl">Babr.95.87</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:02, 31 October 2021
English (LSJ)
only pres., A prattle, chatter, usually with collat. notion of coaxing, wheedling, αἱμύλα κωτίλλουσα Hes.Op.374; μαλθακὰ κ. Thgn.852; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Phoc.11; ἀνάνυτα κ. Theoc.15.87; ἑλικτὰ ἔπη Lyc.1466; κ. καὶ λιγαίνειν, of a speech in court, to be lively, tripping, D.H.Dem.44. II trans., cajole, beguile with fair words, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν Thgn.363; μὴ κώτιλλέ με tease me not by prating, S.Ant.756; τοιαῦτα κωτίλλουσα τὴν ἀχαΐνην Babr.95.87.
German (Pape)
[Seite 1547] schwatzen, plaudern, mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosen; αἱμύλα κωτίλλειν, von den Schmeichelreden eines buhlerischen Weibes, Hes. O. 376; μαλθακὰ κωτίλλειν, glatte Worte plaudern, Theogn. 850; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Phocyl. bei Ath. X, 428 b; ἑλικτὰ κωτίλλουσ' ἔπη Lycophr. 1466; ἀνήνυτα Theocr. 15, 87; καὶ λιγαίνειν D. Hal. de vi Dem. 44; – τινά, beschwatzen, durch Geschwätz betrügen, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν, geschickt beschwatzte er den Feind, Theogn. 363; – μὴ κώτιλλέ με, belästige mich nicht mit deinem Geschwätz, Soph. Ant. 752.
Greek (Liddell-Scott)
κωτίλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., φλυαρῶ, πολλὰ λέγω, ἀδολεσχῶ, Λατ. garrire, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ κολακεύειν, περιποιεῖσθαι διὰ λόγων, αἱμύλα κωτίλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372· μαλθακὰ κ. Θέογν. 850· ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Φωκυλ. 11· οὕτως, ἀνάνυτα κ. Θεοκρ. 15. 87· ἑλικτὰ ἔπη Λυκ. 1466· τοιαῦτα Βαβρ. 101. 87· τὸν ἐν δικαστηρίοις λόγον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 44· κώτιλλε Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 34. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ διὰ καλῶν ἢ κολακευτικῶν λόγων, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρὸν Θέογν. 363· μὴ κώτιλλέ με, μή με δελέαζε διὰ κολακειῶν, Σοφ. Ἀντ. 756.
French (Bailly abrégé)
I. jaser, babiller;
II. 1 amuser par son babil, cajoler, séduire, acc.;
2 fatiguer de son bavardage, acc..
Étymologie: κωτίλος.
Greek Monolingual
κωτίλλω (AM) κωτίλος
φλυαρώ με κολακευτικά και τρυφερά λόγια («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.)
αρχ.
μτφ. εξαπατώ κάποιον λέγοντας πολλά αρεστά και κολακευτικά λόγια («γυναικὸς ὢν δούλευμα μὴ κώτιλλέ με», Σοφ.).
Greek Monotonic
κωτίλλω: μόνο στον ενεστ.,
I. φλυαρώ, αδολεσχώ, Λατ. garrire, κυρίως με σημασία κολακείας, σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.
II. μτβ., συζητώ, καλοπιάνω, προσπαθώ να κολακεύσω, σε Θέογν., Σοφ. (άγν. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωτίλλω [~ κωτίλος] Dor. ptc. κωτίλλοισα, babbelen, kletsen:; παύσασθ ’... ἀνάνυτα κωτίλλοισαι dames, houdt op met uw eindeloos gebabbel Theocr. Id. 15.87; met acc. vleien:. μὴ κώτιλλέ με probeer mij niet om te praten Soph. Ant. 756.
Russian (Dvoretsky)
κωτίλλω:
1) болтать, лепетать, щебетать (αἱμύλα Hes.; ἀνάνυτα Theocr.);
2) утомлять болтовней, морочить словами (τινά Soph.).
Middle Liddell
κωτίλλω, only in pres.]
I. to prattle, chatter, Lat. garrire, mostly with notion of wheedling, Hes., Theogn., etc.
II. trans. to talk over, attempt to wheedle, Theogn., Soph. [deriv. uncertain]