δυσπαρακόμιστος: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπαρακόμιστος''': -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος , δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· [[πλοῦς]] δ., [[δύσκολος]] [[πλοῦς]], δύσκολον [[ταξείδιον]], Πολύβ. 3. 61, 2. | |lstext='''δυσπαρακόμιστος''': -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος, δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· [[πλοῦς]] δ., [[δύσκολος]] [[πλοῦς]], δύσκολον [[ταξείδιον]], Πολύβ. 3. 61, 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:50, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, A hard to carry along, Plu.Demetr.19; πλοῦς δ. a difficult voyage, Plb.3.61.2.
German (Pape)
[Seite 686] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; πλοῦς, schwierig, Pol. 3, 61, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαρακόμιστος: -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος, δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· πλοῦς δ., δύσκολος πλοῦς, δύσκολον ταξείδιον, Πολύβ. 3. 61, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à transporter.
Étymologie: δυσ-, παρακομίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de transportar τὸ (σιδηροῦν) πάτριον τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα Arist.Fr.481, κριθαί Plu.2.915f, dicho de los alimentos cargados por las hormigas, Plu.2.967f, cf. Demetr.19.
2 ref. al propio transporte dificultoso, que supone un difícil traslado πλοῦς δ. una navegación difícil de realizar Plb.3.61.2.
Greek Monolingual
δυσπαρακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μεταφέρεται
2. (για πλου) δύσκολος.
Greek Monotonic
δυσπαρακόμιστος: -ον (παρακομίζω), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, ασήκωτος, δυσκίνητος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαρακόμιστος:
1) неудобный для переноски или перевозки (διὰ μέγεθος Plut.);
2) (о путешествии) трудный (πλοῦς Polyb.).
Middle Liddell
δυσ-παρακόμιστος, ον παρακομίζω
hard to carry along, difficult, Polyb.