κατοκώχιμος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατοκώχιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> движимый, подвластный (τῷ πάθει, ὑπὸ τῆς κινήσεως Arst.);<br /><b class="num">2)</b> влекомый, тяготеющий (πρὸς την τῶν γυναικῶν ὁμιλίαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> Luc. v. l. = [[κατόχιμος]] 2. | |elrutext='''κατοκώχιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> движимый, подвластный (τῷ πάθει, ὑπὸ τῆς κινήσεως Arst.);<br /><b class="num">2)</b> влекомый, тяготеющий (πρὸς την τῶν γυναικῶν ὁμιλίαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[κατόχιμος]] 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατοκώχιμος]], η, ον [from [[κατοκωχή]]<br />[[capable]] of [[being]] [[possessed]], Arist. | |mdlsjtxt=[[κατοκώχιμος]], η, ον [from [[κατοκωχή]]<br />[[capable]] of [[being]] [[possessed]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 9 January 2022
English (LSJ)
η, ον, A held in possession, held as a pledge, (χωρίον) Is.2.28 (vulg. κατόχιμον) ; τὸ κ. Hsch. 2 capable of being possessed by a feeling or passion, ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol.1342a8; ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN1179b9; τῷ πάθει possessed, Id.HA572a32; inclined, πρός τι Id.Pol.1269b30: abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).
Greek (Liddell-Scott)
κατοκώχιμος: -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς ἐγγύησις, χωρίον Ἰσαῖ. 2. 35 (ἔνθα κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. ἐνέχυρον» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ πάθος, ἁλωτός, ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, ἐπιρρεπής, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., μανιώδης, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς κατόχιμος)·- ἴδε ἐν λέξ. κατοκωχή.
French (Bailly abrégé)
att. c. κατακώχιμος.
Greek Monolingual
κατοκώχιμος, -η, -ον (ΑΜ) κατοκωχή
αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κρατούμενος ως εγγύηση
2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κατοκώχιμος: -η, -ον, ικανός να καταληφθεί, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοκώχιμος -ον [κατοκωχή] in de ban van, ontvankelijk voor, met ὑπό of ἐκ + gen..;: ὑπὸ ταῦτης τῆς κινήσεως κατοκώχιμοι ontvankelijk voor deze laatste gemoedsbeweging Aristot. Pol. 1342a8; κ. ἐκ τῆς ἀρετῆς in de ban van de deugd Aristot EN 1179b9; bezeten van, met πρός + acc.: πρὸς τὴν τῶν γυναικῶν ( ὁμιλίαν ) φαίνονται κατοκώχιμοι zij blijken bezeten te zijn van seks met vrouwen Aristot. Pol. 1269b30.
Russian (Dvoretsky)
κατοκώχιμος:
1) движимый, подвластный (τῷ πάθει, ὑπὸ τῆς κινήσεως Arst.);
2) влекомый, тяготеющий (πρὸς την τῶν γυναικῶν ὁμιλίαν Arst.);
3) Luc. v.l. = κατόχιμος 2.
Middle Liddell
κατοκώχιμος, η, ον [from κατοκωχή
capable of being possessed, Arist.