ῥοή: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
m (Text replacement - "with gen." to "with genitive")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοή''': ἡ, Δωρ. ῥοά, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἐν χρήσει [[τύπος]] ἦν ῥοὴ (ἴδε κατωτ.), [[ἴσως]] πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ῥόα· [[ῥοιά]], (ῥέω)· ― [[ῥεῦμα]], [[ῥεῖθρον]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἀεὶ ἐν τῷ πληθ. καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προστιθεμένης γενικῆς, ἐπ’ Ὠκεανοῖο ῥοάων Ἰλ. Γ. 5· Μαιάνδρου τε ῥοὰς Β. 869· ποταμοῖο ὕδατος κτλ.· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγ.· τεναγέων ῥ. Πινδ. Ν. 3. 43· ἀμπέλου ῥ., ὁ χυμὸς τῆς σταφυλῆς, Εὐρ. Κύκλ. 123· μέλιτος Βάκχ. 711· αἵματος Ἱκέτ. 690· σπανίως καθ’ ἑνικόν, παρ’ Ἰσμήνου ῥοὰν Πινδ. Ν. 11. 46· ἀμπέλου ῥοὴ Εὐρ. Βάκχ. 281· ― μεταφορ., ἐπὶ ποιήσεως, ῥοαὶ Μοισᾶν, ἐπέων Πινδ. Ν. 7. 17, Ι. 7 (6). 26· ἡ διὰ τοῦ στόματος ῥ. Πλάτ. Θεαίτ. 206D· προμαθείας δὲ ἀπόκεινται ῥοαί, «[[ἤτοι]], τῆς δὲ προγνώσεως αἱ ὁδοὶ ἄπωθεν ἡμῶν κεῖνται, ἀντὶ τοῦ, οὐ δυνάμεθα, ἄνθρωποι ὄντες τὰ μέλλοντα προγινώσκειν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 61· [[ὡσαύτως]], ῥοαὶ δ’ ἄλλοτ’ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε καὶ μετὰ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν, «ῥεύματα, μεταβολαί, αἱ τῆς τύχης φοραὶ [[ἄλλοτε]] εἰς ἄλλους ἀνθρώπους μεταβαίνουσιν, ἢ εὐθυμίαν ἢ πόνον παρέχουσαι» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 62. 2) ῥύσις, ῥοή, ὡς ὅρος φιλοσοφικός, ἔκγονα ῥοῆς τε καὶ κινήσεως Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, ἴδε Κρατ. 402Α· πρβλ. ῥέω Ι. 5. Πρβλ. [[ῥόος]] ΙΙ, [[ῥοία]] Ι. ― Ἴδε Γ.Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 400.
|lstext='''ῥοή''': ἡ, Δωρ. ῥοά, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἐν χρήσει [[τύπος]] ἦν ῥοὴ (ἴδε κατωτ.), [[ἴσως]] πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ῥόα· [[ῥοιά]], (ῥέω)· ― [[ῥεῦμα]], [[ῥεῖθρον]], συχν. παρ’ Ὁμ., ἀεὶ ἐν τῷ πληθ. καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προστιθεμένης γενικῆς, ἐπ’ Ὠκεανοῖο ῥοάων Ἰλ. Γ. 5· Μαιάνδρου τε ῥοὰς Β. 869· ποταμοῖο ὕδατος κτλ.· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγ.· τεναγέων ῥ. Πινδ. Ν. 3. 43· ἀμπέλου ῥ., ὁ χυμὸς τῆς σταφυλῆς, Εὐρ. Κύκλ. 123· μέλιτος Βάκχ. 711· αἵματος Ἱκέτ. 690· σπανίως καθ’ ἑνικόν, παρ’ Ἰσμήνου ῥοὰν Πινδ. Ν. 11. 46· ἀμπέλου ῥοὴ Εὐρ. Βάκχ. 281· ― μεταφορ., ἐπὶ ποιήσεως, ῥοαὶ Μοισᾶν, ἐπέων Πινδ. Ν. 7. 17, Ι. 7 (6). 26· ἡ διὰ τοῦ στόματος ῥ. Πλάτ. Θεαίτ. 206D· προμαθείας δὲ ἀπόκεινται ῥοαί, «[[ἤτοι]], τῆς δὲ προγνώσεως αἱ ὁδοὶ ἄπωθεν ἡμῶν κεῖνται, ἀντὶ τοῦ, οὐ δυνάμεθα, ἄνθρωποι ὄντες τὰ μέλλοντα προγινώσκειν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 61· [[ὡσαύτως]], ῥοαὶ δ’ ἄλλοτ’ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε καὶ μετὰ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν, «ῥεύματα, μεταβολαί, αἱ τῆς τύχης φοραὶ [[ἄλλοτε]] εἰς ἄλλους ἀνθρώπους μεταβαίνουσιν, ἢ εὐθυμίαν ἢ πόνον παρέχουσαι» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 62. 2) ῥύσις, ῥοή, ὡς ὅρος φιλοσοφικός, ἔκγονα ῥοῆς τε καὶ κινήσεως Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, ἴδε Κρατ. 402Α· πρβλ. ῥέω Ι. 5. Πρβλ. [[ῥόος]] ΙΙ, [[ῥοία]] Ι. ― Ἴδε Γ.Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 400.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 15:05, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοή Medium diacritics: ῥοή Low diacritics: ροή Capitals: ΡΟΗ
Transliteration A: rhoḗ Transliteration B: rhoē Transliteration C: roi Beta Code: r(oh/

English (LSJ)

ἡ, Dor. ῥοά (dat.pl. ρhοϝαῖσι, IG9(1).868 (Corc., vii/vi B.C.)), (ῥέω) A river, stream, freq. in Hom., always in plural, and mostly with genitive added, ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Il.3.5; Μαιάνδρου τε ῥοάς 2.869; ποταμοῖο ῥοῇσι Od.6.216; ὕδατος καλῇσι ῥ. Il.16.229, cf. Schwyzer 289.107 (Priene, ii B.C.); Ὠκεανοῦ ῥ. Hes.Th.841; also Σκαμάνδριοι ῥ. S.Aj. 419 (lyr.); τεναγέων ῥ. Pi.N.3.25; ἀμπέλου ῥ. the juice of the grape, E.Cyc.123; μέλιτος Id.Ba.711; αἵματος Id.Supp.690: rarely in sg., παρ' Ἰσμηνοῦ ῥοάν Pi.N.11.36 codd. (but ῥοᾶν is prob.); ἀμπέλου ῥοή E.Ba.281: in Dor. Prose, SIG1183 (Gort.): metaph., stream of song or poesy, ῥοαὶ Μοισᾶν, ἐπέων, Pi.N.7.12, I.7(6)19; ἡ διὰ τοῦ στόματος ῥ. Pl.Tht.206d; προμαθείας ῥοαί Pi.N.11.46; also ῥοαί streams of events, tide of affairs, Id.O.2.33. 2 flowing of sap, Thphr.CP1.13.5 (pl.). 3 flux, as a philosoph. term, Pl.Tht.152e, v. Cra. 402a; cf. ῥέω 1.5. Cf. ῥόος ΙΙ, ῥοία 1.

German (Pape)

[Seite 847] dor. ῥοά, der Fluß, die Fluth, der Strom; oft bei Hom., der stets den plur. braucht u. gew. noch einen gen. hinzufügt, ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Il. 3, 5. Μαιάνδρου 2, 869, ποταμοῖο 11. 372, u. öfter; Pind. u. Tragg.: ἔνθα πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῖς ἄρδει, Aesch. Pers. 791; Soph. Ai. 415; ἀμπέλου, der Wein, Eur. Bacch. 281 Cycl. 123; Ar. Th. 855. 864; in Prosa, das Fließen, ποταμοῦ ῥοῇ ἀπεικάζων τὰ ὄντα Plat. Crat. 402 a, u. sonst; auch übertr., ἐπέων, Pind. I. 6, 19; Μοισᾶν, N. 7, 12; Bewegung übh., Plat. καὶ κίνησις, Theaet. 152 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοή: ἡ, Δωρ. ῥοά, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἐν χρήσει τύπος ἦν ῥοὴ (ἴδε κατωτ.), ἴσως πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ῥόα· ῥοιά, (ῥέω)· ― ῥεῦμα, ῥεῖθρον, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀεὶ ἐν τῷ πληθ. καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προστιθεμένης γενικῆς, ἐπ’ Ὠκεανοῖο ῥοάων Ἰλ. Γ. 5· Μαιάνδρου τε ῥοὰς Β. 869· ποταμοῖο ὕδατος κτλ.· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγ.· τεναγέων ῥ. Πινδ. Ν. 3. 43· ἀμπέλου ῥ., ὁ χυμὸς τῆς σταφυλῆς, Εὐρ. Κύκλ. 123· μέλιτος Βάκχ. 711· αἵματος Ἱκέτ. 690· σπανίως καθ’ ἑνικόν, παρ’ Ἰσμήνου ῥοὰν Πινδ. Ν. 11. 46· ἀμπέλου ῥοὴ Εὐρ. Βάκχ. 281· ― μεταφορ., ἐπὶ ποιήσεως, ῥοαὶ Μοισᾶν, ἐπέων Πινδ. Ν. 7. 17, Ι. 7 (6). 26· ἡ διὰ τοῦ στόματος ῥ. Πλάτ. Θεαίτ. 206D· προμαθείας δὲ ἀπόκεινται ῥοαί, «ἤτοι, τῆς δὲ προγνώσεως αἱ ὁδοὶ ἄπωθεν ἡμῶν κεῖνται, ἀντὶ τοῦ, οὐ δυνάμεθα, ἄνθρωποι ὄντες τὰ μέλλοντα προγινώσκειν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 61· ὡσαύτως, ῥοαὶ δ’ ἄλλοτ’ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε καὶ μετὰ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν, «ῥεύματα, μεταβολαί, αἱ τῆς τύχης φοραὶ ἄλλοτε εἰς ἄλλους ἀνθρώπους μεταβαίνουσιν, ἢ εὐθυμίαν ἢ πόνον παρέχουσαι» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 62. 2) ῥύσις, ῥοή, ὡς ὅρος φιλοσοφικός, ἔκγονα ῥοῆς τε καὶ κινήσεως Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, ἴδε Κρατ. 402Α· πρβλ. ῥέω Ι. 5. Πρβλ. ῥόος ΙΙ, ῥοία Ι. ― Ἴδε Γ.Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 400.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
écoulement ; courant d’un fleuve.
Étymologie: ῥέω.

English (Autenrieth)

(σρέω): pl., flood, stream, streams.

Greek Monotonic

ῥοή: ἡ, Δωρ. ῥοά, αλλά σε Αττ. ῥοή, Επικ. γεν. πληθ. ῥοάων [ᾱ] (ῥέωποτάμι, ρεύμα, πλημμύρα, χείμαρρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως, σε πληθ., ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμπέλου ῥοή, ο χυμός του σταφυλιού, σε Ευρ.· μεταφ., λέγεται για την ποίηση, ροή άσματος ή ποίησης, σε Πίνδ.· επίσης, ῥοαί, τακτοποίηση, διευθέτηση ζητημάτων, υποθέσεων, μεταβολές της τύχης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥοή: дор. ῥοά ἡ (преимущ. pl.)
1) поток, течение (Μαιάνδρου ῥοαί Hom.; ποταμοῦ ῥ. Plat.; ῥ. ἐπέων Pind.);
2) струя, влага: ἀμπέλου ῥ. Eur. виноградная влага, вино.

Middle Liddell

ῥοή, ἡ, [ῥέω]
a river, stream, flood, Hom., etc.; mostly in plural, ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Il.; ἀμπέλου ῥοαί the juice of the grape, Eur.:—metaph. the stream of song or poesy, Pind.; also, ῥοαί the tide of affairs, Pind.

English (Woodhouse)

stream, stream of blood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)