ψηλαφώ: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(47c) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ψηλαφῶ, | |mltxt=[[ψηλαφῶ]], [[ψηλαφάω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] [[ελαφρά]], με τις άκρες τών δαχτύλων μου<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]] να βρω [[κάτι]] ψάχνοντας με τα δάχτυλα<br /><b>3.</b> [[θωπεύω]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]] προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα<br /><b>μσν.</b><br />[[ζητώ]], [[ψάχνω]] να βρω<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποπειρώμαι]], [[επιχειρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών συνωνύμων ρ. [[ψάλλω]] (αόρ. <i>ἔψηλα</i> / <i>ἔψᾱλα</i>) και <i>ἀφῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀφή</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το α' συνθετικό του ρ. [[είναι]] [[αμάρτυρος]] [[τεχνικός]] όρος <i>ψᾱλᾱ</i>, από όπου, αναλογικά, το ρ. <i>μηλαφῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:21, 30 April 2022
Greek Monolingual
ψηλαφῶ, ψηλαφάω, ΝΜΑ
1. αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μου
2. προσπαθώ να βρω κάτι ψάχνοντας με τα δάχτυλα
3. θωπεύω, χαϊδεύω
4. εξετάζω προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα
μσν.
ζητώ, ψάχνω να βρω
αρχ.
αποπειρώμαι, επιχειρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών συνωνύμων ρ. ψάλλω (αόρ. ἔψηλα / ἔψᾱλα) και ἀφῶ (< ἀφή). Κατ' άλλη άποψη, το α' συνθετικό του ρ. είναι αμάρτυρος τεχνικός όρος ψᾱλᾱ, από όπου, αναλογικά, το ρ. μηλαφῶ].