σπονδεῖος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / σπονδεῑος, -εία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σπονδείος]]<br />(ενν. [[πους]]) [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[σπονδή]] («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ σπονδεῑος</i><br />(ενν. [[νόμος]]) η [[μουσική]] που ακουγόταν [[συνήθως]] στις σπονδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἰαμβ</i>-<i>εῖος</i>, <i>ἐλεγ</i>-<i>εῖος</i>)].
|mltxt=ο / σπονδεῖος, -εία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σπονδείος]]<br />(ενν. [[πους]]) [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[σπονδή]] («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ σπονδεῖος</i><br />(ενν. [[νόμος]]) η [[μουσική]] που ακουγόταν [[συνήθως]] στις σπονδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἰαμβ</i>-<i>εῖος</i>, <i>ἐλεγ</i>-<i>εῖος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδεῖος Medium diacritics: σπονδεῖος Low diacritics: σπονδείος Capitals: ΣΠΟΝΔΕΙΟΣ
Transliteration A: spondeîos Transliteration B: spondeios Transliteration C: spondeios Beta Code: spondei=os

English (LSJ)

α, ον, A used at a libation, αὔλημα, μέλος, D.H.Dem.22, Poll.4.79, etc.; ὁ σ. (sc. νόμος) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a. II σπονδεῖος (sc. πούς), ὁ, in metre, spondee, foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying σπονδαί, D.H.Comp.17, Heph.3.1, etc. 2 metaph. of the pulse διὰ ἴσου, Ruf.Syn.Puls.4.

German (Pape)

[Seite 923] zur σπονδή, zur Opferspende od. zum Opfertranke gehörig; Ζεὺς σπ., der Aufseher über die σπονδαί; μέλος, αὔλημα, Sext. Emp. adv. mus. 8 u. Poll. 4, 73. 79, die bei Libationen übliche Musik; πούς, der aus zwei langen Sylben bestehende Versfuß, weil man bei Libationen eine feierliche, langsame Melodie liebte, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδεῖος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, αὔλημα, μέλος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, Πολυδ. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. σπονδεῖος (ἐξυπακ. πούς), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ οὕτως, ἐπειδὴ τοιοῦτο μέτρον ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν χρῆσις ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les libations ; σπονδεῖος πούς ou subst.σπονδεῖος spondée, pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations.
Étymologie: σπονδή.

Greek Monolingual

ο / σπονδεῖος, -εία, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο σπονδείος
(ενν. πους) μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται κατά την σπονδή («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδεῖος
(ενν. νόμος) η μουσική που ακουγόταν συνήθως στις σπονδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + κατάλ. -εῖος (πρβλ. ἰαμβ-εῖος, ἐλεγ-εῖος)].

Greek Monotonic

σπονδεῖος: -α, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται κατά τη σπονδή· σπονδεῖος (ενν. πούς), , λέγεται στη μετρική, σπονδείος, μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές· το κατάλληλο μέτρο για τις αργές μελωδίες που ερμηνεύονταν κατά τις σπονδές, συνθήκες (σπονδαί).

Russian (Dvoretsky)

σπονδεῖος: ὁ (sc. πούς) σπονδή спондей (стопа из двух долгих слогов: ‒‒, наиболее характерная для песнопений при жертвенных возлияниях) Plut.

Middle Liddell

σπονδεῖος, η, ον
used at a libation:— σπονδεῖος (sc. πούσ), in metre, a spondee, a foot consisting of two long syllables, being the metre proper to the slow melodies used at σπονδαί (a treaty).