σπονδεῖος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / | |mltxt=ο / σπονδεῖος, -εία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σπονδείος]]<br />(ενν. [[πους]]) [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[σπονδή]] («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ σπονδεῖος</i><br />(ενν. [[νόμος]]) η [[μουσική]] που ακουγόταν [[συνήθως]] στις σπονδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἰαμβ</i>-<i>εῖος</i>, <i>ἐλεγ</i>-<i>εῖος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:50, 27 May 2022
English (LSJ)
α, ον, A used at a libation, αὔλημα, μέλος, D.H.Dem.22, Poll.4.79, etc.; ὁ σ. (sc. νόμος) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a. II σπονδεῖος (sc. πούς), ὁ, in metre, spondee, foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying σπονδαί, D.H.Comp.17, Heph.3.1, etc. 2 metaph. of the pulse διὰ ἴσου, Ruf.Syn.Puls.4.
German (Pape)
[Seite 923] zur σπονδή, zur Opferspende od. zum Opfertranke gehörig; Ζεὺς σπ., der Aufseher über die σπονδαί; μέλος, αὔλημα, Sext. Emp. adv. mus. 8 u. Poll. 4, 73. 79, die bei Libationen übliche Musik; πούς, der aus zwei langen Sylben bestehende Versfuß, weil man bei Libationen eine feierliche, langsame Melodie liebte, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
σπονδεῖος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, αὔλημα, μέλος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, Πολυδ. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. σπονδεῖος (ἐξυπακ. πούς), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ οὕτως, ἐπειδὴ τοιοῦτο μέτρον ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν χρῆσις ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les libations ; σπονδεῖος πούς ou subst. ὁ σπονδεῖος spondée, pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations.
Étymologie: σπονδή.
Greek Monolingual
ο / σπονδεῖος, -εία, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο σπονδείος
(ενν. πους) μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται κατά την σπονδή («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδεῖος
(ενν. νόμος) η μουσική που ακουγόταν συνήθως στις σπονδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + κατάλ. -εῖος (πρβλ. ἰαμβ-εῖος, ἐλεγ-εῖος)].
Greek Monotonic
σπονδεῖος: -α, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται κατά τη σπονδή· σπονδεῖος (ενν. πούς), ὁ, λέγεται στη μετρική, σπονδείος, μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές· το κατάλληλο μέτρο για τις αργές μελωδίες που ερμηνεύονταν κατά τις σπονδές, συνθήκες (σπονδαί).
Russian (Dvoretsky)
σπονδεῖος: ὁ (sc. πούς) σπονδή спондей (стопа из двух долгих слогов: ‒‒, наиболее характерная для песнопений при жертвенных возлияниях) Plut.
Middle Liddell
σπονδεῖος, η, ον
used at a libation:— σπονδεῖος (sc. πούσ), in metre, a spondee, a foot consisting of two long syllables, being the metre proper to the slow melodies used at σπονδαί (a treaty).