διωλύγιος: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diolygios
|Transliteration C=diolygios
|Beta Code=diwlu/gios
|Beta Code=diwlu/gios
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ον,</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[immense]], [[enormous]], μήκη δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>890e</span>; μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>162a</span> (Sch. expl. both by [[περιβόητος]] and [[σκοτεινός]]) ; πράγματα <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>123</span>; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.101d</span>; κῦμα δ. <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>111</span>; ἤπειρος <span class="bibl">A.R.4.1258</span>; σκότος <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>303</span>; τιμαί <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>11.146b</span>; <b class="b3">πνεῦμα δ</b>., of a water-clock striking, perhaps [[far-sounding]], AP7.641 (Antiphil.); [[loud]], [[piercing]], φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. <span class="bibl">Agath.1.12</span>: neut. as Adv., δ. ἀνῴμωζον <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>7.6.4</span>; δ. ἀνεβόησεν <span class="bibl">Charito 3.3</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>26.47</span>. (Etym. unknown: expld. by <b class="b3">ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον</b>, Hsch.; by <b class="b3">μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον</b>, Suid.) </span>
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ον,</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[immense]], [[enormous]], μήκη δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>890e</span>; μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>162a</span> (Sch. expl. both by [[περιβόητος]] and [[σκοτεινός]]) ; πράγματα <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>123</span>; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.101d</span>; κῦμα δ. <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>111</span>; ἤπειρος <span class="bibl">A.R.4.1258</span>; σκότος <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>303</span>; τιμαί <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>11.146b</span>; <b class="b3">πνεῦμα δ</b>., of a water-clock striking, perhaps [[far-sounding]], AP7.641 (Antiphil.); [[loud]], [[piercing]], φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. <span class="bibl">Agath.1.12</span>: neut. as adverb, δ. ἀνῴμωζον <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>7.6.4</span>; δ. ἀνεβόησεν <span class="bibl">Charito 3.3</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>26.47</span>. (Etym. unknown: expld. by <b class="b3">ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον</b>, Hsch.; by <b class="b3">μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον</b>, Suid.) </span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:20, 30 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωλύγιος Medium diacritics: διωλύγιος Low diacritics: διωλύγιος Capitals: ΔΙΩΛΥΓΙΟΣ
Transliteration A: diōlýgios Transliteration B: diōlygios Transliteration C: diolygios Beta Code: diwlu/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον, A immense, enormous, μήκη δ. Pl.Lg.890e; μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Id.Tht.162a (Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός) ; πράγματα Is.Fr.123; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.Or.2.101d; κῦμα δ. Call.Fr.111; ἤπειρος A.R.4.1258; σκότος Dam.Isid.303; τιμαί Them.Or.11.146b; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perhaps far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing, φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12: neut. as adverb, δ. ἀνῴμωζον J.BJ7.6.4; δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)

Greek (Liddell-Scott)

διωλύγιος: -ον, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, ὑπὸ δὲ τοῦ Σουΐδ. μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον· ‒ ἡ γενικὴ ἔννοια τοῦ ὑπερβολικοῦ, ἀπείρου, ὑπερμεγέθους, εἶναι ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ Πλάτ., μήκη διωλύγια Νόμ. 890Ε· μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Θεαιτ. 161D· συχνάκις οὕτω παρὰ Νεοπλατωνικοῖς, πρβλ. Ruhnk. Τιμ.· οὕτω καὶ, κῦμα δ., Καλλ. Ἀποσπ. 111· ἐν Ἀνθ. Π. 7. 641, πνεῦμα δ. (ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ) ἴσως ἐκφράζει τὴν πρώτην ἔννοιαν ἣν δίδει ὁ Ἡσύχ., ἐπὶ πολὺ ἠχοῦν· οὕτω παρὰ Χαρίτωνι 3. 3, δ. ἀνεβόησεν. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄγνωστος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne au loin ; p. ext. immense.
Étymologie: διά, ὀλολύζω.

English (Slater)

διωλύγιος] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. διολ- Hsch.
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [fem. -ίη A.R.4.1258]
1 inmenso, enorme μήκη Pl.Lg.890e, πράγματα Is.Fr.123, μακρὸς ... ὁ λόγος καὶ δ. Iul.Or.3.101d, κῦμα Call.Fr.713, ἐρήμη πέζα διωλυγίης ... ἠπείροιο A.R.l.c., ἐκτάσεις Ph.1.247, σκότος Dam.Isid.303, τιμαί Them.Or.11.146b.
2 alto, agudo, chillón (ἀοιδαί) Pi.Fr.52r.5 (cj. ap. crít.), μακρὰ ... καὶ δ. φλυαρία Pl.Tht.162a, πνεῦμα διωλύγιον agudo pitido emitido por una clepsidra AP 7.641 (Antiphil.), φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον Agath.1.12.8
neutr. como adv. διωλύγιον de forma aguda o sonora ἀνεβόησεν Charito 3.3.15, Lib.Decl.26.47, ἐκώκυσε Ach.Tat.1.13.1, ἀνωλόλυξεν μέγα καὶ δ. Erot.Fr.Pap.Call.5, ἀνῳμώζων I.BI 7.202, κιθαρίζων Orph.A.408, cf. Hsch., Sud.
3 fig. pesado ὁ βαθὺς καὶ δ. ὕπνος Ph.1.680.
II διωλύγιον· eol. τὸ μὴ ἀπολλύμενον Phot.δ 683.
• Etimología: Dud.: ¿rel. ἠλύγη, q.u.? ¿etim. pop. por ὀλολυγή?

Greek Monolingual

διωλύγιος, -ον (Α)
1. εκτεταμένος, υπερμεγέθης
2. (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός.

Greek Monotonic

διωλύγιος: -α, -ον, υπερβολικός, υπερμεγέθης, άπειρος, απέραντος, σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

διωλύγιος: (ῠ)
1) издалека звучащий, далеко слышный (φλυαρία Plat.; πνεῦμα αὐλοῦ Anth.);
2) далеко простирающийся, огромный, безмерный (μήκη Plat.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e); διωλύγιον acc. to H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; acc. to the sch. on Pl. = περιβόητος and σκοτεινός, i.e. connected with ὀλολυγή and ἠλύγη.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The places in Plato (διωλύγιος φλυαρία and. μήκη διωλύγια) are not clear.

Middle Liddell

adj
far-sounding, enormous, immense, Plat. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

διωλύγιος: {diōlúgios}
Meaning: Adj. unsicherer Bed. (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e, hell. und spät); διωλύγιον nach H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; nach den Sch. zu Pl. = περιβόητος und σκοτεινός, mithin sowohl auf ὀλολυγή wie auf ἠλύγη bezogen.
Etymology : Die Beziehung auf ὀλολυγή überwiegt in späterer Literatur (etwa laut jammernd, weit tönend); die Platonstellen (διωλύγιος φλυαρία bzw. μήκη διωλύγια) sind nicht eindeutig.
Page 1,402