άλλοσε: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλλοσε]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (δηλώνοντας [[κίνηση]]) α) σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[προς]] [[άλλο]] [[μέρος]]<br />β) [[συχνά]] σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν [[επίσης]] την [[προς]] [[τόπο]] [[κίνηση]]: «[[ἄλλοσε]] [[οὐδαμόσε]]», σε κανέναν [[άλλο]] [[τόπο]]<br />«[[ἄλλοσε]] [[πολλαχόσε]]», σε [[πολλά]] άλλα μέρη<br /> | |mltxt=[[ἄλλοσε]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (δηλώνοντας [[κίνηση]]) α) σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[προς]] [[άλλο]] [[μέρος]]<br />β) [[συχνά]] σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν [[επίσης]] την [[προς]] [[τόπο]] [[κίνηση]]: «[[ἄλλοσε]] [[οὐδαμόσε]]», σε κανέναν [[άλλο]] [[τόπο]]<br />«[[ἄλλοσε]] [[πολλαχόσε]]», σε [[πολλά]] άλλα μέρη<br />«ποῖ [[ἄλλοσε]];» σε ποιο [[άλλο]] [[μέρος]];<br /><b>2.</b> ([[δίχως]] [[κίνηση]]) [[αντί]] του [[ἀλλαχοῦ]] «[[πολλαχοῦ]] καὶ [[ἄλλοσε]]... ἀγαπήσουσί σε» (<b>Πλάτ.</b> Κρίτ. 45b) ([[έλξη]] [[προς]] [[άλλο]] επίρρ. δηλωτικό κινήσεως).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>σε</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 18 June 2022
Greek Monolingual
ἄλλοσε επίρρ. (Α)
1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος
β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο
«ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη
«ποῖ ἄλλοσε;» σε ποιο άλλο μέρος;
2. (δίχως κίνηση) αντί του ἀλλαχοῦ «πολλαχοῦ καὶ ἄλλοσε... ἀγαπήσουσί σε» (Πλάτ. Κρίτ. 45b) (έλξη προς άλλο επίρρ. δηλωτικό κινήσεως).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος + επιρρ. κατάλ. -σε].