ὠμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στους ώμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> ([[πρβλ]]. <i>θνητ</i>-<i>άδιος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου [[επειδή]] του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) [[ωμοφάγος]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[διονυσιακός]], [[βακχικός]] («ὠμαδίοισι χοροῑσι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> ([[πρβλ]]. <i>κρυπτ</i>-<i>άδιος</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στους ώμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> ([[πρβλ]]. <i>θνητ</i>-<i>άδιος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου [[επειδή]] του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) [[ωμοφάγος]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[διονυσιακός]], [[βακχικός]] («ὠμαδίοισι χοροῖσι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> ([[πρβλ]]. <i>κρυπτ</i>-<i>άδιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:40, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμάδιος Medium diacritics: ὠμάδιος Low diacritics: ωμάδιος Capitals: ΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: ōmádios Transliteration B: ōmadios Transliteration C: omadios Beta Code: w)ma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ὠμός) as epithet of Dionysus, A = ὠμηστής, because he had human sacrifices at Chios and Tenedos, Orph.H.30.5, Euelp. ap.Porph.Abst.2.55; ὠμάδιοι χοροί dances in his honour, IG14.2138. 2 raw, κρέα Epic. in Arch.Pap.7p.4. II (ὦμος) passing over the shoulder, νεβρίς, τελαμών, Nonn.D.1.34, 13.308, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμάδιος: ὁ, ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμηστής, ἐπειδὴ ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν ἀνθρώπιναι θυσίαι ἐν Χίῳ καὶ Τενέδῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 5· ἔθυον δὲ καὶ ἐν Χίῳ τῷ ὠμαδίῳ Διονύσῳ ἄνθρωπον διασπῶντες Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 2. 55.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητ-άδιος)].
(II)
-ία, -ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου επειδή του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος
2. πιθ. διονυσιακός, βακχικός («ὠμαδίοισι χοροῖσι», επιγρ.)
3. ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος)].