λινόδετος: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λινόδετος]], -ον)<br />δεμένος με λινό [[σχοινί]] («οὗ ναῡς χαλινοῑς λινοδέτοις ὁρμεῑ [[σέθεν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[βιβλίο]]) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>), [[πρβλ]]. [[νευρόδετος]], [[ταυρόδετος]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λινόδετος]], -ον)<br />δεμένος με λινό [[σχοινί]] («οὗ ναῡς χαλινοῖς λινοδέτοις ὁρμεῑ [[σέθεν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[βιβλίο]]) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>), [[πρβλ]]. [[νευρόδετος]], [[ταυρόδετος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:54, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόδετος Medium diacritics: λινόδετος Low diacritics: λινόδετος Capitals: ΛΙΝΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: linódetos Transliteration B: linodetos Transliteration C: linodetos Beta Code: lino/detos

English (LSJ)

ον, (δέω) A bound with flaxen cords, χαλινοί E.IT1043; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.

German (Pape)

[Seite 49] mit leinenen, flächsenen Stricken gebunden; χαλινοί, Ankertaue, Eur. I. T. 1043; Ar. Ran. 763.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόδετος: -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν σχοινίων, χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043· δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ παιδία ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. λινόδεσμος.
Étymologie: λίνον, δέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λινόδετος, -ον)
δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῡς χαλινοῖς λινοδέτοις ὁρμεῑ σέθεν», Ευρ.)
νεοελλ.
(για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -δετος (< δέω), πρβλ. νευρόδετος, ταυρόδετος].

Greek Monotonic

λῐνόδετος: -ον (δέω), δεμένος με σχοινιά από λινάρι, σε Ευρ.· λινόδετος τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόδετος: Eur., Arph. = λινόδεσμος.

Middle Liddell

λῐνό-δετος, ον [δέω]
bound with flaxen cords, Eur.; λινόδετος τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.