κοιλιακός: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κοιλιακός]], -ή, -όν) [[κοιλία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοιλιά]] (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας<br />β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κοιλιακός]], -ή, -όν) [[κοιλία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοιλιά]] (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας<br />β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῖς και κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κοιλιακά</i><br />[[κάθε]] μορφής νόσοι του εντερικού [[σωλήνα]], [[ιδίως]] στα [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «κοιλιακή [[αρτηρία]]» — [[παχύς]] [[κλάδος]] της αορτής που εκφύεται [[κάτω]] από το [[διάφραγμα]] στο επίπεδο του άνω χείλους του παγκρέατος<br />β) «λαρυγγική [[κοιλία]]» — καθένα από τα δύο [[πλάγια]] εκκολπώματα που παρουσιάζει ο [[λάρυγγας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιλιακόν</i><br />[[βαριά]] [[νόσος]] της κοιλιάς, πιθ. [[τύφος]] ή [[δυσεντερία]] («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από νόσο της κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν [[ἔδεσμα]] κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλιακῶς</i><br /><b>μσν.</b><br />στην [[κοιλιά]], [[κατά]] την [[κοιλιά]] («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:57, 18 June 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of the bowels, ἀρρώστημα Plu.Ant.49; διάθεσις Gal.8.388; τὰ κ. Dsc.1.42. II of persons, suffering in the bowels, ib.73, Ruf. ap. Orib.8.24.30, Philagr.ib.5.20.2, Plu.2.101c, Gal.6.525.
German (Pape)
[Seite 1466] am Unterleibe, an der Verdauung leidend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιακός: -ή, -όν, τῆς κοιλίας, ἀνήκων εἰς τὴν κοιλίαν, Διοσκ. 1, 51, Γαλην. 2, 263C, κλ. 2) ὁ πάσχων τὴν κοιλίαν ἢ τὰ ἐντόσθια, Γαλην. 6. 323F, Διοσκ. 1. 101, 116, Ροῦφ. παρ’ Ὀρειβ. 2. 211, 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Achmes.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κοιλιακός, -ή, -όν) κοιλία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας
β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῖς και κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοιλιακά
κάθε μορφής νόσοι του εντερικού σωλήνα, ιδίως στα παιδιά
2. φρ. ανατ. α) «κοιλιακή αρτηρία» — παχύς κλάδος της αορτής που εκφύεται κάτω από το διάφραγμα στο επίπεδο του άνω χείλους του παγκρέατος
β) «λαρυγγική κοιλία» — καθένα από τα δύο πλάγια εκκολπώματα που παρουσιάζει ο λάρυγγας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιλιακόν
βαριά νόσος της κοιλιάς, πιθ. τύφος ή δυσεντερία («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νόσο της κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν ἔδεσμα κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», Γαλ.).
επίρρ...
κοιλιακῶς
μσν.
στην κοιλιά, κατά την κοιλιά («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»).
Russian (Dvoretsky)
κοιλιακός: брюшной, желудочный (ἀρρωστήματα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλιακός -ή -όν [κοιλία] van de darmen:. κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν zij vielen ten prooi aan darminfecties Plut. Ant. 49.6.