παρακεντώ: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[κάνω]] [[παρακέντηση]] σε [[περίπτωση]] υδρωπικίας ή αφαίρεσης του καταρράκτη του ματιού, [[απορροφώ]] [[υγρό]] από μια [[κοιλότητα]] του σώματος με [[παρακέντηση]] για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμώ]] με [[κέντημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυπώ]], [[κεντώ]] στις πλευρές, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] τον καταρράκτη του ματιού<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]] σε [[ενέδρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[χρησιμοποιώ]] δόλο και [[απάτη]] [[εναντίον]] κάποιου, [[συκοφαντώ]] ή, [[κατά]] [[άλλη]] [[ερμηνεία]], [[ανακινώ]] πλαγίως («[[πεπλασμένως]] τὸ πρᾱγμα παρακεντοῦσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κεντῶ</i> «[[κεντρίζω]]»].
|mltxt=-άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[κάνω]] [[παρακέντηση]] σε [[περίπτωση]] υδρωπικίας ή αφαίρεσης του καταρράκτη του ματιού, [[απορροφώ]] [[υγρό]] από μια [[κοιλότητα]] του σώματος με [[παρακέντηση]] για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμώ]] με [[κέντημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυπώ]], [[κεντώ]] στις πλευρές, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] τον καταρράκτη του ματιού<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]] σε [[ενέδρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[χρησιμοποιώ]] δόλο και [[απάτη]] [[εναντίον]] κάποιου, [[συκοφαντώ]] ή, [[κατά]] [[άλλη]] [[ερμηνεία]], [[ανακινώ]] πλαγίως («[[πεπλασμένως]] τὸ πρᾶγμα παρακεντοῦσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κεντῶ</i> «[[κεντρίζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 25 July 2022

Greek Monolingual

-άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑ
ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης του καταρράκτη του ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα του σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.
διακοσμώ με κέντημα
αρχ.
1. τρυπώ, κεντώ στις πλευρές, στα πλάγια
2. αφαιρώ τον καταρράκτη του ματιού
3. πιθ. χτυπώ, πλήττω σε ενέδρα
4. μτφ. χρησιμοποιώ δόλο και απάτη εναντίον κάποιου, συκοφαντώ ή, κατά άλλη ερμηνεία, ανακινώ πλαγίως («πεπλασμένως τὸ πρᾶγμα παρακεντοῦσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κεντῶ «κεντρίζω»].