Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποφρίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφρίσσω''': Ἀττ. -ττω, [[φρίσσω]] ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., [[αἰσθάνομαι]] μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).
|lstext='''ὑποφρίσσω''': Ἀττ. -ττω, [[φρίσσω]] ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., [[αἰσθάνομαι]] μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:30, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφρίσσω Medium diacritics: ὑποφρίσσω Low diacritics: υποφρίσσω Capitals: ΥΠΟΦΡΙΣΣΩ
Transliteration A: hypophríssō Transliteration B: hypophrissō Transliteration C: ypofrisso Beta Code: u(pofri/ssw

English (LSJ)

Att. ὑποφρίττω, A to be rather bristly, γενειὰς ὑποφρίττουσα Philostr.Jun.Im.8; shudder a little, Luc.Peregr.39, JConf.4, Pr.Im. 12, Aët.12.68; of an artery, Archig. ap. Gal.8.90. 2 c. acc., feel dread before or of, Euph.78, Gal.UP14.4. 3 bristle, πολιῇσιν ἐθείραις Nonn.D.35.55.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφρίσσω: Ἀττ. -ττω, φρίσσω ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 4, ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., αἰσθάνομαι μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).

French (Bailly abrégé)

éprouver un frisson, un mouvement d’effroi.
Étymologie: ὑπό, φρίσσω.

Greek Monolingual

Α
1. τρομάζω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φρίσσω «ταράζομαι, ανατριχιάζω, φοβάμαι»].

Greek Monotonic

ὑποφρίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ριγώ, τρέμω, ανατριχιάζω από φόβο ελαφρά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφρίσσω: атт. ὑποφρίττω немного дрожать, содрогаться Plut., Luc.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to shudder slightly, Luc.