τιθηνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθηνέω''': περιποιοῦμαι, [[περιθάλπω]], [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ [[γαῖα]] θεὰ [[μήτηρ]] καὶ [[πόντιος]] [[εἰνάλιος]] [[Ζεὺς]] Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], [[θηλάζω]], παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς [[τροφός]], Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, [[διατρέφω]], οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, [[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. [[τιθαίνομαι]], ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94.
|lstext='''τῐθηνέω''': περιποιοῦμαι, [[περιθάλπω]], [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ [[γαῖα]] θεὰ [[μήτηρ]] καὶ [[πόντιος]] [[εἰνάλιος]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], [[θηλάζω]], παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς [[τροφός]], Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, [[διατρέφω]], οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, [[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. [[τιθαίνομαι]], ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />allaiter ; nourrir, prendre soin de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τιθηνέομαι]], [[τιθηνοῦμαι]];<br /><b>1</b> allaiter ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.<br />'''Étymologie:''' [[τιθήνη]].
|btext=-ῶ :<br />allaiter ; nourrir, prendre soin de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τιθηνέομαι]], [[τιθηνοῦμαι]];<br /><b>1</b> allaiter ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.<br />'''Étymologie:''' [[τιθήνη]].
}}
}}

Revision as of 10:30, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθηνέω Medium diacritics: τιθηνέω Low diacritics: τιθηνέω Capitals: ΤΙΘΗΝΕΩ
Transliteration A: tithēnéō Transliteration B: tithēneō Transliteration C: tithineo Beta Code: tiqhne/w

English (LSJ)

A take care of, tend, nurse, LXX Si.30.9, BGU 859.4 (ii A.D.), Orph.H.63.15:—Pass., Hp.Art.60. II elsewhere in Med. (aor. ἐτιθήνατο, as if fr. τιθαίνομαι, Luc.Trag.94), nurse, suckle, Thgn.1231, Men.Sam.32; tend as nurse, παῖδα νεογνόν h.Cer. 142, cf. X.Cyr.8.5.19. 2 tend, foster, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν S.OC1050 (lyr.), cf. Simon.148,172.

German (Pape)

[Seite 1113] warten, pflegen, eigtl. von der Amme od. Wärterinn, gew. im med., τιθηνοίμην H. h. Cer. 142; ἡ τιθηνουμένη, Amme, Luc. Zeux. 4; Plut. Pyrrh. 2; – übh. wie θεραπεύω, bedienen, warten, hegen, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν, Soph. O. C. 1054; sp. D.; vgl. Schäf. melet. p. 82; Xen. Cyr. 8, 5, 19 ἠν σὺ πολλάκις παῖς ὥν ἐτιθηνήσω, schmeicheln.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθηνέω: περιποιοῦμαι, περιθάλπω, τρέφω ὡς τροφός, «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ γαῖα θεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεὺς Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), τρέφω ὡς τροφός, θηλάζω, παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς τροφός, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, διατρέφω, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. τιθαίνομαι, ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
allaiter ; nourrir, prendre soin de;
Moy. τιθηνέομαι, τιθηνοῦμαι;
1 allaiter ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;
2 p. ext. nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.
Étymologie: τιθήνη.