ἄπληστος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> insatiable de, gén.;<br /><b>2</b> inassouvi.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πίμπλημι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> insatiable de, gén.;<br /><b>2</b> inassouvi.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[πίμπλημι]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 17:01, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπληστος Medium diacritics: ἄπληστος Low diacritics: άπληστος Capitals: ΑΠΛΗΣΤΟΣ
Transliteration A: áplēstos Transliteration B: aplēstos Transliteration C: aplistos Beta Code: a)/plhstos

English (LSJ)

ον, A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El.1336, Arist.HA591b2, etc.; sometimes confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v. 2 c. gen., ἄπληστος χρημάτων = greedy for money, ἄπληστος αἵματος = bloodthirsty, Hdt.1.187, 212, Pl.Lg.773e, etc.; κακῶν A.Eu. 976 (lyr.). II Adv. ἀπλήστως, ἀπλήστως ἔχειν Pl.Grg.493c, al.; ἀπλήστως διακεῖσθαι, ἀπλήστως ἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14, Isoc.5.135,8.7: also neuter plural as adverb, αἰάξας ἄπληστα CIG2240 (Chios).

German (Pape)

[Seite 292] nicht auszufüllen, unersättlich, τινός Theogn. 111; Her. 1, 112; Plat. u. Folgde; χρημάτων Xen. Cyr. 8, 2, 20; ἀπληστότατοι χρημάτων Dem. 27, 60; übh. unendlich groß, χαρά Soph. El. 1328; φροντίς Aesch. Eum. 933.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπληστος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· πολλάκις συγχέεται τῷ ἄπλαστος (ὅ ἐ. ἄπλατος), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) μετὰ γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, ἀκόρεστος εἰς χρήματα, αἷμα, Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν πρός τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· περί τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 insatiable de, gén.;
2 inassouvi.
Étymologie: , πίμπλημι.

Spanish (DGE)

-ον
1 insaciable de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones codicioso c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.R.442a, Lg.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί codiciosos traficantes de esclavos Ar.Pl.521, ἀνήρ LXX Pr.28.25, cf. Hp.Ep.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e
en rel. c. otras cosas que no se sacia c. gen. κακῶν E.Hel.1102, αἵματος Hdt.1.212, τοῦ μανθάνειν Plu.2.592f, abs. de un pez λαίμαργος ... καὶ ἄπληστος Arist.HA 591b2
de abstr. insaciable c. gen. Στάσις ... ἄπληστος κακῶν A.Eu.976, χάρις γόων E.Supp.79, abs. τὸ πεφιληκέναι X.Smp.4.25, ἡδονή Ph.1.316, D.C.48.37.4, ἐπιθυμία Ph.2.377, ὄρεξις Ph.1.391, ὀργή D.C.78.26.4.
2 fig. de abstr. interminable, ilimitado βοή S.El.1336, εὐωχία Plb.6.8.5, ἀ. χαρά = ilimitada alegría Eus.VC 1.39, συγγραφὴ ἄπληστος = una obra desmesurada Gr.Naz.M.35.1108B
neutr. plu. adv. αἰ[ά]ξας ἄπληστα = llorando interminablemente, GVI 1420.7 (Quíos).
3 adv. ἀπλήστως = insaciablemente φαγόντες Hp.Int.42, ἔχοντος Pl.Grg.493c, Gr.Naz.M.37.938A, πεινώντων ἀνθρώπων Pl.Ep.354c, πρὸς μίαν ἡδονὴν ἀπλήστως διακεῖσθαι X.Cyr.4.1.14, cf. Isoc.5.135, αὐτὴν (τὴν σύριγγα) ἔβλεπεν ἀπλήστως no se hartaba de mirarla Longus 1.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπληστος, -ον) πίμπλημι
ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης.

Greek Monotonic

ἄπληστος: -ον (πίμπλημι
I. 1. ακόρεστος, ανικανοποίητος, πλεονέκτης, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με γεν., ἄπληστος χρημάτων, ακόρεστος στα χρήματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. επίρρ., ἀπλήστως ἔχειν, είμαι ανικανοποίητος, σε Πλάτ.· ἀπλήστως διακεῖσθαι ή ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄπληστος:
1) ненасытный, алчный (χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.): ἄ. αἵματος Her. кровожадный;
2) неистощимый (χαρά Soph.; κακῶν Aesch.): ἄ. λύπης Aesch. безутешный;
3) опустевший, покинутый (κοίτη Eur. - v.l. ἄπλατος).

Middle Liddell

πίμπλημι
I. not to be filled, insatiate, Soph., etc.
2. c. gen., ἄπλ. χρημάτων insatiate of money, Hdt., etc.
II. adv., ἀπλήστως ἔχειν to be insatiate, Plat.; ἀπλ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι Xen.

English (Woodhouse)

greedy, insatiable, unsated, greedy of, voracious of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)