εὔφωνος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyfonos | |Transliteration C=eyfonos | ||
|Beta Code=eu)/fwnos | |Beta Code=eu)/fwnos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sweet-voiced]], [[musical]], Πιερίδες <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.64</span>; χορός <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1187</span>; [[sweettoned]], λύρα <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>1019b15</span>; τὸ βαρὺ ἀπὸ τοῦ ὀξέος | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sweet-voiced]], [[musical]], Πιερίδες <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.64</span>; χορός <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1187</span>; [[sweettoned]], λύρα <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>1019b15</span>; τὸ βαρὺ ἀπὸ τοῦ ὀξέος εὐφωνότερον <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>920a23</span>; εὔφωνοι θαλίαι = [[accompanied with sweet songs]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.38</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[loud-voiced]], of a [[herald]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>713</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.20</span>, cf. <span class="bibl">D.19.126</span>; οἱ εὐφωνότατοι <span class="bibl">Hdn.2.6.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[euphonious]], <span class="bibl">Democr.18b</span>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>12</span>, <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>70</span>; εὐφωνότατον τὸ ᾱ <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> Adv. [[εὐφώνως]] <span class="bibl">Poll. 2.113</span>: Comp. εὐφωνοτέρως <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>255</span>; εὐφωνότερον Plu.2.1132b: Sup. εὐφωνότατα, ᾄδειν <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>4.42</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:46, 18 August 2022
English (LSJ)
ον, A sweet-voiced, musical, Πιερίδες Pi.I.1.64; χορός A.Ag.1187; sweettoned, λύρα Arist. Metaph.1019b15; τὸ βαρὺ ἀπὸ τοῦ ὀξέος εὐφωνότερον Id.Pr.920a23; εὔφωνοι θαλίαι = accompanied with sweet songs, Pi.P.1.38. 2 loud-voiced, of a herald, Ar.Ec.713, X.HG2.4.20, cf. D.19.126; οἱ εὐφωνότατοι Hdn.2.6.4. 3 euphonious, Democr.18b, D.H.Comp.12, Demetr. Eloc.70; εὐφωνότατον τὸ ᾱ D.H.Comp.14. 4 Adv. εὐφώνως Poll. 2.113: Comp. εὐφωνοτέρως Demetr. Eloc.255; εὐφωνότερον Plu.2.1132b: Sup. εὐφωνότατα, ᾄδειν Philostr.VA4.42.
German (Pape)
[Seite 1108] mit schöner, starker Stimme, wohltönend; Πιερίδες Pind. I. 1, 64; θαλίαι P. 1, 38; χορός Aesch. Ag. 1160; κηρύκαινα Ar. Eccl. 713; κήρυξ Xen. Hell. 2, 4, 20; vom Redner, Dem. 18, 225 u. Sp.; – εὐφωνότατα βοᾶν Luc.; ᾆσαι Philostr.; – εὐφωνοτέρως, Dem. Phal. 267.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a une belle ou forte voix;
2 harmonieux.
Étymologie: εὖ, φωνή.
English (Slater)
εὔφωνος, -ον
1 tuneful σὺν εὐφώνοις θαλίαις (P. 1.38) εὐφώνων Πιερίδων (I. 1.64)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔφωνος, -ον και εὐφωνής, -ές)
1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος
2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῦσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (για λύρα) αυτός που αποδίδει γλυκύ τόνο
2. (φρ). «εὔφωνοι θαλίαι» — συμπόσια με καλλίφωνα άσματα
3. αυτός που συμβάλλει στην ευφωνία, ο ευφωνικός.
επίρρ...
ευφώνως και εύφωνα (Α εὐφώνως)
1. με γλυκιά φωνή, με μουσικό τόνο («Θάμυριν εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν τότε ᾆσαι», Πλούτ.)
2. κολακευτικά
3. ευφωνικά
4. εύγλωττα, εκφραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος, ομόφωνος].
Greek Monotonic
εὔφωνος: -ον (φωνή),·
1. γλυκόφωνος, μουσικός, μελωδικός, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. βροντόφωνος, λέγεται για κήρυκα, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
εὔφωνος:
1) прекрасно поющий, сладкогласный (Πιερίδες Pind.; χορός Aesch.);
2) благозвучный (λύρα Arst.);
3) оглашаемый или сопровождающийся красивым пением (θαλίαι Pind.);
4) громогласный, одаренный громким голосом (κηρύκαινα Arph.; ἐξάγγελοι τῶν πράξεων Plut.).
Middle Liddell
φωνή
1. sweet-voiced, musical, Pind., Aesch.
2. loud-voiced, of a herald, Xen., Dem.