κλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κλισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> седалище, стул (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);<br /><b class="num">2)</b> наклон, скат Arst.
|elrutext='''κλισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[седалище]], [[стул]] (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);<br /><b class="num">2)</b> наклон, скат Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλισμός]], οῦ, [[κλίνω]]<br />a [[couch]], Hom.
|mdlsjtxt=[[κλισμός]], οῦ, [[κλίνω]]<br />a [[couch]], Hom.
}}
}}

Revision as of 10:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλισμός Medium diacritics: κλισμός Low diacritics: κλισμός Capitals: ΚΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: klismós Transliteration B: klismos Transliteration C: klismos Beta Code: klismo/s

English (LSJ)

ὁ (fem. only in Theoc.15.85), (κλίνω) A couch, κλισμούς τε θρόνους τε Od.1.145; χρύσεοι κ. Il.8.436; κ. βασιλήϊος Thgn.1191, cf. Hp.Mul.2.149, E.Or.1440 (lyr.); κ. δίφροιο Arat.251. II inclination, slope, Arist.Col.792a22.

German (Pape)

[Seite 1455] ὁ (κλίνω), Lehnstuhl, Ruhebett, neben θρόνος, Od. 1, 145 u. öfter; von diesem vielleicht ursprünglich unterschieden, vgl. θρόνος u. Ath. V, 192 f; mit einer Fußbank versehen, Od. 4, 136; βασιλήϊος Theogn. 1191; Eur. Or. 1440; sp. D., wie Arat. 251. – Die Schreibart κλεισμός, Hesych., ist falsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλισμός: ὁ, (κλίνω) ὡς τὸ κλισία ΙΙ, κλιντήρ, ἀνάκλιντρον, συχν. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων ὑποπόδιον (θρῆνυς), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. κλίσις, κατωφέρεια, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lit de repos, siège allongé.
Étymologie: κλίνω.

English (Autenrieth)

(κλίνω): reclining chair, easy-chair, Od. 1.145. (Cf. adjoining cut, or Nos. 105, 106.

Greek Monolingual

κλισμός, ὁ (Α)
1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῖσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.)
2. κατηφοριά, κλίση εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -μός. Το -σ- από επίδραση τών κλίσις, κλισία.

Greek Monotonic

κλισμός: ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλισμός -οῦ, ὁ [κλίνω] leunstoel.

Russian (Dvoretsky)

κλισμός:
1) седалище, стул (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);
2) наклон, скат Arst.

Middle Liddell

κλισμός, οῦ, κλίνω
a couch, Hom.