δύσοσμος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δύσοσμος:''' ион. [[δύσοδμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> зловонный (τράγων πώγωνες Her.; ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный запаха, т. е. не позволяющий (собакам) отыскивать дичь по следам (γῆ Xen.);<br /><b class="num">3)</b> с притупившимся обонянием (ἀπὸ ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι γίνονται Arst.).
|elrutext='''δύσοσμος:''' ион. [[δύσοδμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[зловонный]] (τράγων πώγωνες Her.; ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный запаха, т. е. не позволяющий (собакам) отыскивать дичь по следам (γῆ Xen.);<br /><b class="num">3)</b> с притупившимся обонянием (ἀπὸ ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι γίνονται Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀσμή]]<br /><b class="num">I.</b> ill-[[smelling]], [[stinking]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> bad for [[scent]], in [[hunting]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ὀσμή]]<br /><b class="num">I.</b> ill-[[smelling]], [[stinking]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> bad for [[scent]], in [[hunting]], Xen.
}}
}}

Revision as of 12:40, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοσμος Medium diacritics: δύσοσμος Low diacritics: δύσοσμος Capitals: ΔΥΣΟΣΜΟΣ
Transliteration A: dýsosmos Transliteration B: dysosmos Transliteration C: dysosmos Beta Code: du/sosmos

English (LSJ)

Ion. δῠσοδμος, ον, (ὀσμή) A ill-smelling, ἐν δυσοδμοτάτῳ [τόπῳ] γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι Hdt. 3.112; ὀσμή Arist.Pr.908b29 (Comp.). II bad for scent, in hunting, οἱ ὄμβροι τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.Cyn.5.3. III Act., having a bad nose, Arist.Insomn.459b22. IV δύσοσμον, τό, = σκόρδιον, Ps.-Dsc.3.111.

German (Pape)

[Seite 685] 1) übel riechend, Her. 3, 112, in ion. Form δυσοδμότατον, wie Lycophr. 849. – 2) schwer auszuwittern, ἴχνη Poll. 5, 12; auch = die Witterung erschwerend, Xen. Cyn. 5, 3. – 3) schwer riechend, Arist. insomn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

δύσοσμος: Ἰων. -οδμος, ον, (ὀσμὴ) κακὴν ὀσμὴν ἔχων, δυσώδης, «βρωμῶν», ἐν δυσοδμοτάτῳ [τόπῳ] γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι Ἡρόδ. 3. 112· δ. ἡ ὀσμὴ, Ἀριστ. Προβλ. 13. 10. ΙΙ. καθιστῶν δύσκολον τὴν ὀσμήν, τὴν ἀνίχνευσιν, ἐν κυνηγίῳ, οἱ ὄμοροι τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον Ξεν. Κυν. 5, 3. III. ἐνεργ., ἔχων ἀδύνατον ὄσφρησιν, Ἀριστ. Ἐνυπν. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui sent mauvais, fétide;
2 où il est difficile de flairer la piste;
3 qui a peu d’odorat.
Étymologie: δυσ-, ὀδμή.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. δύσοδ- Hdt.3.112, Hp.Mul.1.15, 36
I 1que huele mal, hediondo, fétido de un lugar, Hdt.l.c., del flujo menstrual, Hp.l.c., κονύζη ἡ δ. coniza de olor penetrante Hp.Mul.1.78, ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arist.Pr.908b29, θῆρες Lyc.849, ὕδωρ Paus.5.5.8, ἡ σκαμμωνία Aët.3.25
neutr. plu. subst. τὰ δύσοδμα los malos olores Hp.Mul.2.137.
2 difícil de olfatear e.e. malo para el rastreo en la caza οἱ ὄμβροι ... τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.Cyn.5.3, cf. Poll.5.12.
3 que pierde el olfato (γίνονται) ἀπὸ τῶν ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι Arist.Insomn.459b22.
II bot. τὸ δ. escordio, Teucrium scordium L., Ps.Dsc.3.111.
III adv. -ως: δ. ἔχειν oler mal Eust.1294.45.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, -ον)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή
αρχ.
1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση
3. αυτός που έχει ασθενική όσφρηση
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσοσμον
το σκόρδο.

Greek Monotonic

δύσοσμος: Ιων. -οδμος, -ον (ὀσμή),·
I. αυτός που μυρίζει άσχημα, αυτός που βρωμάει, δυσώδης, κάκοσμος, σε Ηρόδ.
II. δύσκολος να τον μυρίσει κάποιος, αυτός που δεν μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα, λέγεται για το κυνήγι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δύσοσμος: ион. δύσοδμος 2
1) зловонный (τράγων πώγωνες Her.; ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arst.);
2) лишенный запаха, т. е. не позволяющий (собакам) отыскивать дичь по следам (γῆ Xen.);
3) с притупившимся обонянием (ἀπὸ ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι γίνονται Arst.).

Middle Liddell

ὀσμή
I. ill-smelling, stinking, Hdt.
II. bad for scent, in hunting, Xen.