ἐπίπληξις: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipliksis | |Transliteration C=epipliksis | ||
|Beta Code=e)pi/plhcis | |Beta Code=e)pi/plhcis | ||
|Definition=Dor. [[ἐπίπλαξις]], εως, ἡ, < | |Definition=Dor. [[ἐπίπλαξις]], εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[blame]], [[rebuke]], Ti.Locr.103e (pl.), D.61.18 (pl.); [[τυγχάνειν]] τῆς καθηκούσης ἐπιπλήξεως SIG630.9 (Delph., ii B.C.); ἐπίπληξιν ἔχειν = [[incur]] [[criticism]], Aeschin.1.177; ἐπίπληξις πρός τι or τινα, Hp. Decent.12, Plu.Sol.3 (pl.).<br><span class="bld">2</span>. in strong sense, [[punishment]], LXX 2 Ma.7.33, PSI5.542.30 (iii B.C.), Mitteis Chr.31 iii 14 (ii B.C.): pl., of [[plague]]s, Ph.2.100. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπληξις''': καὶ Δωρ. -πλαξις, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐπιπλήττειν, ἐπιτιμᾶν, διὰ κολασίων καὶ ἐπιπλαξίων Τίμ. Λοκρ. 103Ε, Ψευδο-Δημ. 1406. 26· ἐπίπληξιν ἔχειν, προκαλεῖν, ἐπιδέχεσθαι, Αἰσχίν. 25. 18· ἐπ. [[πρός]] τι ἢ τινα Ἱππ. 24. 46, Πλουτ. Σόλ. 3. | |lstext='''ἐπίπληξις''': καὶ Δωρ. -πλαξις, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[ἐπιπλήττειν]], [[ἐπιτιμᾶν]], διὰ κολασίων καὶ ἐπιπλαξίων Τίμ. Λοκρ. 103Ε, Ψευδο-Δημ. 1406. 26· ἐπίπληξιν ἔχειν, ἐπίπληξιν προκαλεῖν, ἐπίπληξιν ἐπιδέχεσθαι, Αἰσχίν. 25. 18· ἐπ. [[πρός]] τι ἢ τινα Ἱππ. 24. 46, Πλουτ. Σόλ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />châtiment, réprimande, blâme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπλήσσω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />châtiment, [[réprimande]], [[blâme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπλήσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:22, 19 August 2022
English (LSJ)
Dor. ἐπίπλαξις, εως, ἡ,
A blame, rebuke, Ti.Locr.103e (pl.), D.61.18 (pl.); τυγχάνειν τῆς καθηκούσης ἐπιπλήξεως SIG630.9 (Delph., ii B.C.); ἐπίπληξιν ἔχειν = incur criticism, Aeschin.1.177; ἐπίπληξις πρός τι or τινα, Hp. Decent.12, Plu.Sol.3 (pl.).
2. in strong sense, punishment, LXX 2 Ma.7.33, PSI5.542.30 (iii B.C.), Mitteis Chr.31 iii 14 (ii B.C.): pl., of plagues, Ph.2.100.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, Züchtigung, Strafe, Tadel, ἔχειν, sich Vorwurf zuziehen, Aesch. 1, 177; neben κόλασις, Tim. Locr. 103 e; Hippoer. u. Sp.; πρός τινα, Plut. Sol. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπληξις: καὶ Δωρ. -πλαξις, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐπιπλήττειν, ἐπιτιμᾶν, διὰ κολασίων καὶ ἐπιπλαξίων Τίμ. Λοκρ. 103Ε, Ψευδο-Δημ. 1406. 26· ἐπίπληξιν ἔχειν, ἐπίπληξιν προκαλεῖν, ἐπίπληξιν ἐπιδέχεσθαι, Αἰσχίν. 25. 18· ἐπ. πρός τι ἢ τινα Ἱππ. 24. 46, Πλουτ. Σόλ. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
châtiment, réprimande, blâme.
Étymologie: ἐπιπλήσσω.
Greek Monotonic
ἐπίπληξις: -εως, ἡ (ἐπιπλήσσω), επίκριση, επιτίμηση, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπληξις: дор. ἐπίπλαξις, εως ἡ порицание, упрек Plat., Aeschin., Dem., Plut.