ὁρκάνη: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁρκάνη:''' дор. [[ὁρκάνα]] (κᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> ограда, засада, ловушка (ὁ. [[πυργῶτις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> темница (σκοτειναὶ ὁρκάναι Eur.).
|elrutext='''ὁρκάνη:''' дор. [[ὁρκάνα]] (κᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> ограда, засада, ловушка (ὁ. [[πυργῶτις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[темница]] (σκοτειναὶ ὁρκάναι Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκάνη Medium diacritics: ὁρκάνη Low diacritics: ορκάνη Capitals: ΟΡΚΑΝΗ
Transliteration A: horkánē Transliteration B: horkanē Transliteration C: orkani Beta Code: o(rka/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, A = ἑρκάνη, ἕρκος, enclosure, fence, ὁ. πυργῶτις A.Th.346 (lyr.); prison, E.Ba.611 (troch., pl.), cf. Sch.Theoc.4.61, EM632.25.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος, Umhägung, Umzäunung; ὁρκάνα πυργῶτις, Aesch. Spt. 328; εἰς σκοτεινὰς ὁρκάνας πεσούμενος, Eur. Bacch. 611.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκάνη: ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος (ἐκ τοῦ ἔργω, εἴργω) ἀκανθῶδες περίφραγμα, φραγμὸς καὶ αἱμασιά, ὁρκ. πυργῶτις Αἰσχύλ. Θήβ. 346˙ θηρευτικὸν δίκτυονσαργάνη, Εὐρ. Βάκχ. 611, ἐν τῷ πληθ. Πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 61, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁρκάνη˙ εἱρκτή, δεσμωτήριον. ἔνιοι κρεμάστραν. ἄλλοι σαργάνην. οἱ δὲ φραγμόν».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
enceinte, clôture, prison.
Étymologie: cf. ἕρκος.

Greek Monolingual

ὁρκάνη, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ακανθώδες περίφραγμα, φράχτης
2. θηρευτικό δίχτυ
3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο, φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὁρκ- του θ. ἑρκ- της λ. ἕρκος «φραγμός» (βλ. λ. έρκος)].

Greek Monotonic

ὁρκάνη: ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος (από ἔργω, εἴργω), περίφραγμα, περιτείχισμα, σε Αισχύλ.· δίχτυ, παγίδα ή καλυμμένη λακούβα που χρησιμεύει ως παγίδα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὁρκάνη: дор. ὁρκάνα (κᾰ) ἡ
1) ограда, засада, ловушка (ὁ. πυργῶτις Aesch.);
2) темница (σκοτειναὶ ὁρκάναι Eur.).

Frisk Etymological English

See also: s. ἕρκος

Middle Liddell

ὁρκάνη, ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος [from ἔργω, εἴργω
an enclosure, fence, Aesch.: a net, trap, or pitfall, Eur.