τερατουργία: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τερᾰτουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[фокусничество]] (περί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тяготение к чудесному, склонность к фантазии (ἐν τοῖς λόγοις Luc.).
|elrutext='''τερᾰτουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[фокусничество]] (περί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[тяготение к чудесному]], [[склонность к фантазии]] (ἐν τοῖς λόγοις Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τερᾰτουργία, ἡ,<br />[[love]] of the [[marvellous]], Luc. [from τερᾰτουργάς]
|mdlsjtxt=τερᾰτουργία, ἡ,<br />[[love]] of the [[marvellous]], Luc. [from τερᾰτουργάς]
}}
}}

Revision as of 16:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτουργία Medium diacritics: τερατουργία Low diacritics: τερατουργία Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: teratourgía Transliteration B: teratourgia Transliteration C: teratourgia Beta Code: teratourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A working of wonders, Porph.Abst.2.42; ἡ περὶ γαστέρα τ. its wonderful working, Ph.1.60. II use or love of the marvellous, ἡ ἐν τοῖς λόγοις τ. Luc.Icar.6, cf. Plu.2.17b (pl.).

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, das Wunderthun, die Gaukelei, Sp., wie Plut. u. Luc. Icar. 6, ἐν τοῖς λόγοις, Aufschneiderei.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτουργία: ἡ, τὸ τερατουργεῖν τὸ ἐργάζεσθαι τέρατα, θαύματα, θαυμαστὰ πράγματα, Πλούτ. 2. 17Β. ΙΙ. ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ θαυμαστόν, ἡ ἐν τοῖς τ. Λουκ. Ἰκαρ. 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habileté de charlatan, jonglerie;
2 amour du merveilleux.
Étymologie: τερατουργός.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τερατουργός
νεοελλ.
τερατώδης πράξη, τερατούργημα
αρχ.
1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία
2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων
3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για καθετί το παράξενο
4. η χρησιμοποίηση μαγικών τεχνασμάτων, αγυρτεία.

Greek Monotonic

τερᾰτουργία: ἡ, αγάπη για το θαυμαστό, για το παράδοξο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτουργία:
1) фокусничество (περί τι Plut.);
2) тяготение к чудесному, склонность к фантазии (ἐν τοῖς λόγοις Luc.).

Middle Liddell

τερᾰτουργία, ἡ,
love of the marvellous, Luc. [from τερᾰτουργάς]