ἐκπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκπολεμέω:'''<br /><b class="num">1)</b> (из какого-л. места) начинать поход, вести войну Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> побуждать к войне (τινα πρός τινα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> воевать, идти войной (ἀλλήλους Polyb.).
|elrutext='''ἐκπολεμέω:'''<br /><b class="num">1)</b> (из какого-л. места) начинать поход, вести войну Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> побуждать к войне (τινα πρός τινα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[воевать]], [[идти войной]] (ἀλλήλους Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[excite]] to war, make [[hostile]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[excite]] to war, make [[hostile]], Xen.
}}
}}

Revision as of 17:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπολεμέω Medium diacritics: ἐκπολεμέω Low diacritics: εκπολεμέω Capitals: ΕΚΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: ekpoleméō Transliteration B: ekpolemeō Transliteration C: ekpolemeo Beta Code: e)kpoleme/w

English (LSJ)

A provoke to war, ἵν' ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.HG5.4.20 (codd. and Harp.), cf. Th.6.91 :— Pass., ἐκπεπολεμῆσθαι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ οἶκον Philostr.VA5.35. II go to war with, LXXDe.20.10, al.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von einem Orte aus bekriegen, Thuc. 6, 91. – 2) zum Kriege reizen, Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Xen. Hell. 5, 4, 20. – 3) bekriegen, τινά, Pol. 15, 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπολεμέω: ὡς τὸ ἐκπολεμόω, ἐξάπτω, ἐρεθίζω τινὰ εἰς πόλεμον κατά τινος, ἵν’ ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 5.4. 20· ἄνευ ἄλλης γραφ. καὶ ὁ Ἁρπ. ἀναφέρει τοῦτο τὸ χωρίον ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ τύπος εἰς -έω ἐθεωρεῖτο προτιμότερος ὑπὸ τῶν γραμμ., ὅθεν ὁ Δινδ. διώρθωσεν ἐκπολεμῆσαι ἀντὶ -ῶσαι ἔκ τινος χειρογρ. παρὰ Δημ., ἔνθα κατωτ. κινῶ εἰς πόλεμον, καθιστῶ πολέμιον, τινὰ πρός τινα Δημ. 11. 1., 30. 20: ταύτην τὴν σημασίαν δυνατὸν νὰ ἔχῃ καὶ παρὰ Θουκ. 6. 91. καὶ τὰ ἐνθάδε χρὴ ἅμα φανερώτερον ἐκπολεμεῖν, ἀλλ’ ὁ Bloomfield ἑρμηνεύει: καὶ κατὰ τῶν ἐνταῦθα (δηλ. τῶν Ἀθηναίων) πρέπει νὰ ἐξακολουθῶμεν δραστηριώτερον τὸν πόλεμον. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς πόλεμον πρός τινα, ἀλλήλους Πολύβ. 15. 6. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 transporter la guerre;
2 exciter à la guerre.
Étymologie: ἐκ, πολεμέω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 impulsar, suscitar la guerra χρὴ ... φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91.
2 en aor. comenzar la guerra ἐξεπολέμησαν ... πρὸς τοὺς Ῥαυκίους Plb.30.23.1.
3 guerrear, hacer la guerra ὁ θεὸς ὑμῶν ἐξεπολέμει ὑμῖν LXX Io.23.10.
II tr.
1 arrastrar a la guerra ἵν' ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.HG 5.4.20 (cód.), en v. pas. τί λοιπόν, ἀλλ' ἢ ἐκπεπολεμῆσθαι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ οἶκον; ¿qué queda, sino haberse visto arrastrado a una guerra contra su propia familia? Philostr.VA 5.35, cf. Str.7.5.6, D.C.48.28.3.
2 derrotar, vencer en v. pas. πάντων ἐκπολεμηθέντων πρὸς Ῥωμαίων τῶν ... βασιλέων cuando todos los reyes fueron derrotados por los romanos I.Ap.2.134, πρὸς Ἀγρίππα App.BC 5.110, fig. ὑπὸ ... ἐμαυτοῦ ἐκπεπολεμημένος Gr.Thaum.Pan.Or.16.87
conquistar Κρήτην Str.10.4.9.
3 atacar πόλιν LXX De.20.10, αὐτούς I.BI 4.237, τοὺς τὴν ἄκραν φυλάττοντας I.AI 12.318.

Greek Monotonic

ἐκπολεμέω: μέλ. -ήσω, εξάπτω, εξερεθίζω, υποκινώ προς πόλεμο, καθιστώ κάποιον εχθρικό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπολεμέω:
1) (из какого-л. места) начинать поход, вести войну Thuc.;
2) побуждать к войне (τινα πρός τινα Xen.);
3) воевать, идти войной (ἀλλήλους Polyb.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to excite to war, make hostile, Xen.