κυκλόσε: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυκλόσε:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[кругом]], [[вокруг]], [[со всех сторон]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> в разные стороны Hom. | |elrutext='''κυκλόσε:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[кругом]], [[вокруг]], [[со всех сторон]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[в разные стороны]] Hom. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κύκλος]]<br />in or [[into]] a [[circle]] or [[round]], Il. | |mdlsjtxt=[[κύκλος]]<br />in or [[into]] a [[circle]] or [[round]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 19 August 2022
English (LSJ)
Adv., (κύκλος) A in or into a circle, περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ' ὅσσοι ἄριστοι κ. Il.4.212; διαστάντες τανύουσι κ. stretch [the skin] outwards on all sides, 17.392, cf. Onos.17, A.D.Adv.193.8, Ael.NA 3.13, etc.
German (Pape)
[Seite 1527] in die Runde, rings umher, nach allen Seiten hin, Il. 4, 212. 17, 392 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλόσε: ἐπίρρ. (κύκλος) ἐν κύκλῳ ἢ εἰς κύκλον, περὶ δ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ’, ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ’ Ἰλ. Δ 212· διαστάντες τανύουσι κυκλόσε, ἐκτείνουσι τὸ δέρμα εἰς κύκλον, Ρ 392· οὕτω παρ’ Αἰλ., κτλ. ἰδὲ Λοβ. Φρύν. 9 σημ.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout autour, en cercle avec mouv.
Étymologie: κύκλος, -σε.
English (Autenrieth)
in a circle, Il. 4.212 and Il. 17.392.
Greek Monolingual
κυκλόσε (Α)
επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ', ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ'», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πεδόσε, υψόσε)].
Greek Monotonic
κυκλόσε: επίρρ., μέσα σε κύκλο ή κυκλικά, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλόσε [κύκλος] adv., rondom. ( βοείην ) τανύουσι κυκλόσε zij trekken de runderhuid naar alle kanten strak Il. 17.392; περὶ δ ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ ’ ὅσσοι ἄριστοι κυκλόσε rond hem stond de gehele elite verzameld in een kring Il. 4.212.
Russian (Dvoretsky)
κυκλόσε: adv.
1) кругом, вокруг, со всех сторон Hom.;
2) в разные стороны Hom.