συμπέσσω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπέσσω:''' атт. [[συμπέττω]] (fut. συμπέψω)<br /><b class="num">1)</b> [[разваривать]], [[размягчать]] (ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[переваривать]] (ἡ τροφὴ συμπέττεται Arst.);<br /><b class="num">3)</b> нагревать или кипятить ([[θάλαττα]] συμπεττομένη Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[высиживать]] (sc. τὰ ᾠά Arst.).
|elrutext='''συμπέσσω:''' атт. [[συμπέττω]] (fut. συμπέψω)<br /><b class="num">1)</b> [[разваривать]], [[размягчать]] (ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[переваривать]] (ἡ τροφὴ συμπέττεται Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[нагревать или кипятить]] ([[θάλαττα]] συμπεττομένη Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[высиживать]] (sc. τὰ ᾠά Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπέσσω Medium diacritics: συμπέσσω Low diacritics: συμπέσσω Capitals: ΣΥΜΠΕΣΣΩ
Transliteration A: sympéssō Transliteration B: sympessō Transliteration C: sympesso Beta Code: sumpe/ssw

English (LSJ)

Att. συμπέττω, A mature by heating, cooking, ὁμαλῦναι καὶ συμπέψαι Arist.Mete.381a20, cf. HA625a6, Thphr.HP8.7.7; concoct, bring to a head, etc., Dsc.2.86, Gal.6.247,825, 15.889; hatch eggs, Arist.HA549b7, cf. 560b17 (Pass.), GA752b17; ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ib.753a19, cf. 752b33 (Pass.); promote disgestion, Thphr.HP6.3.6, Od.49:—Pass., Arist.PA677b27, HA590a21; of food, to be digested, Id.Mete.379b23.

German (Pape)

[Seite 987] att. -ττω, später auch συμπέπτω, mit, zugleich kochen, verdauen, ganz verdauen; Arist. H. A. 5, 17 Gen. an. 3, 2; Medic.; Athen.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πέψω. Μαλακώνω ὁμοῦ διὰ τῆς θερμότητος, συναπαλύνω, κάμνω νὰ ὡριμάσῃ τι, ὥριμον ποιῶ, παρασκευάζω, κατασκευάζω, Λατιν. concoque, ὀμαλῦναι καὶ συμπέψαι Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 17· ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16, πρβλ. 11, κτλ.· ― ἐκκολάπτω, ἐκλεπίζω ᾠά, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 7, πρβλ. 6. 2, 22., 9. 40, 23, π. Ζ. Γεν. 3. 2, κ. ἀλλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 4. 3. 5· ἐπὶ τροφῆς, «χωνεύομαι», ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 2, 3.

Greek Monolingual

και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α
1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῖς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω
3. εκκολάπτω
4. ευνοώ την πέψη
5. παθ. συμπέσσομαι
(για τροφή) πέπτομαι, χωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέσσω / πέττω / πέπτω «μαγειρεύω, βράζω, ωριμάζω, χωνεύω»].

Russian (Dvoretsky)

συμπέσσω: атт. συμπέττω (fut. συμπέψω)
1) разваривать, размягчать (ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.);
2) переваривать (ἡ τροφὴ συμπέττεται Arst.);
3) нагревать или кипятить (θάλαττα συμπεττομένη Arst.);
4) высиживать (sc. τὰ ᾠά Arst.).