ἐπίσειστος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίσειστος:''' потрясаемый, колеблемый, развевающийся ([[κόμη]] Luc.).
|elrutext='''ἐπίσειστος:''' [[потрясаемый]], [[колеблемый]], [[развевающийся]] ([[κόμη]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίσειστος]], ον<br />[[waving]] [[over]] the [[forehead]], Luc. [from [[ἐπισείω]]
|mdlsjtxt=[[ἐπίσειστος]], ον<br />[[waving]] [[over]] the [[forehead]], Luc. [from [[ἐπισείω]]
}}
}}

Revision as of 10:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσειστος Medium diacritics: ἐπίσειστος Low diacritics: επίσειστος Capitals: ΕΠΙΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epíseistos Transliteration B: episeistos Transliteration C: episeistos Beta Code: e)pi/seistos

English (LSJ)

ον, A shaking or waving over the forehead, κόμη Luc. Gall.26. 2. ἐπίσειστος, , a comic mask with hair hanging on the forehead, Poll.4.146sq.

German (Pape)

[Seite 976] herabgeschüttelt, κόμη, herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ ἐπίσειστος eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσειστος: -ον, ὁ ἐπισειόμενος, κυματίζων, ἔχοντας... ἐπίσειστον κόμην Λουκ. Ἀλεκτρ. 26. 2) ἐπίσειστος, ὁ, κωμικὸν προσωπεῖον ἔχον κόμην κρεμαμένην ὑπὲρ τὸ μέτωπον, Πολυδ. Δ΄, 146 κἑξ., πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 340. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίσειστος· εἶδος κουρᾶς».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
secoué sur : κόμη LUC chevelure flottant sur le front.
Étymologie: ἐπισείω.

Greek Monolingual

ἐπίσειστος, -ον (Α) επισείω
1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς»
3. το αρσ. ως ουσ.ἐπίσειστος
(στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο.

Greek Monotonic

ἐπίσειστος: -ον, αυτός που κυματίζει πάνω από το μέτωπο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσειστος: потрясаемый, колеблемый, развевающийся (κόμη Luc.).

Middle Liddell

ἐπίσειστος, ον
waving over the forehead, Luc. [from ἐπισείω