ῥᾳστωνεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥᾳστωνεύω:''' предаваться беспечности, быть беззаботным, бездеятельным (ῥ. τῇ ψυχῇ Xen.).
|elrutext='''ῥᾳστωνεύω:''' [[предаваться беспечности]], [[быть беззаботным]], [[бездеятельным]] (ῥ. τῇ ψυχῇ Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥᾳστωνεύω]], = [[ῥαθυμέω]]<br />to be [[idle]], [[listless]], Xen. [from [[ῥᾳστώνη]]
|mdlsjtxt=[[ῥᾳστωνεύω]], = [[ῥαθυμέω]]<br />to be [[idle]], [[listless]], Xen. [from [[ῥᾳστώνη]]
}}
}}

Revision as of 11:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾳστωνεύω Medium diacritics: ῥᾳστωνεύω Low diacritics: ραστωνεύω Capitals: ΡΑΣΤΩΝΕΥΩ
Transliteration A: rhāistōneúō Transliteration B: rhastōneuō Transliteration C: rastoneyo Beta Code: r(a|stwneu/w

English (LSJ)

= ῥαθυμέω, A to be idle, listless, τῇ ψυχῇ X.Oec.20.18, <span class=bi

German (Pape)

[Seite 835] = Folgdm; τῇ ψυχῇ, müßig, unthätig sein, παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Xen. Oec. 20, 18, u. Sp.; auch im med., wie Aristid. Lpt. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳστωνεύω: ῥᾳθυμέω, διάγω ἐν ῥᾳστώνῃ, ὅταν ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775.

French (Bailly abrégé)

se laisser aller à la mollesse, vivre d’une vie indolente ou nonchalante.
Étymologie: ῥᾳστώνη.

Greek Monolingual

Α ῥᾳστώνη
ζω με ραστώνη, ραθυμώ, απρακτώ.

Greek Monotonic

ῥᾳστωνεύω: = ῥᾳθυμέω, αργώ, χασομερώ, τεμπελιάζω, αδιαφορώ, βρίσκομαι σε κατάσταση ραστώνης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳστωνεύω: предаваться беспечности, быть беззаботным, бездеятельным (ῥ. τῇ ψυχῇ Xen.).

Middle Liddell

ῥᾳστωνεύω, = ῥαθυμέω
to be idle, listless, Xen. [from ῥᾳστώνη