διέρπω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
mNo edit summary |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διέρπω:''' проползать, проходить ([[πῦρ]] Soph.; διά τινος Plut.). | |elrutext='''διέρπω:''' [[проползать]], [[проходить]] ([[πῦρ]] Soph.; διά τινος Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -ερπύσω<br />to [[creep]] or [[pass]] [[through]], πῦρ δ., of the [[ordeal]] of [[fire]], Soph. | |mdlsjtxt=fut. -ερπύσω<br />to [[creep]] or [[pass]] [[through]], πῦρ δ., of the [[ordeal]] of [[fire]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 20 August 2022
English (LSJ)
A creep or pass through, πῦρ διέρπειν, of the ordeal of fire, S.Ant. 265; διά τινος Plu.2.517a: metaph., τὸ διέρπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.p.254D.: abs., of disease, spread, Ph.2.349.
German (Pape)
[Seite 621] dasselbe; πῦρ, durch, das Feuer gehen, Soph. Ant. 265; διά τινος, Plut. de cur. 3.
Greek (Liddell-Scott)
διέρπω: ἕρπω ἢ διέρχομαι διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.
French (Bailly abrégé)
f. διέρψω;
ramper ou se traîner à travers : τι, διά τινος à travers qch.
Étymologie: διά, ἕρπω.
Spanish (DGE)
I tr. recorrer, pasar, andar por ἦμεν ἔτοιμοι ... πῦρ διέρπειν estábamos dispuestos a andar por el fuego S.Ant.265, δώδεκ' ἆθλα διέρπων de Heracles, Orph.H.12.12, σύριγξ αὐτὸ ... διέρπει μέσον un canalillo lo recorre por en medio (al colmillo del elefante), Philostr.VA 2.13
•arrastrarse por καλάμης χύσιν ... διέρπει (una serpiente), Nic.Th.297.
II intr.
1 pasar, deslizarse χρόνος δίερπων E.Fr.441
•fig. del πολυπράγμων entremeterse Plu.2.516f.
2 extenderse, avanzar de una enfermedad cutánea, Ph.2.349
•fig. τὸ δίερπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.62.1
•c. ac. de direcc. ὁ νόμος ... εἰς πάντα διέρπει χρόνον Cyr.Al.M.68.784D, cf. 628D, ἐπὶ τὰ νοητά Cyr.Al.M.68.1037A.
Greek Monolingual
διέρπω και διερπύζω (AM) έρπω
περνώ ανάμεσα σαν να σέρνομαι.
Greek Monotonic
διέρπω: μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, πῦρ δ., για τη δια πυρός δοκιμασία, εξέταση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διέρπω: проползать, проходить (πῦρ Soph.; διά τινος Plut.).
Middle Liddell
fut. -ερπύσω
to creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, Soph.