δακρυώδης: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δακρυώδης:''' достойный слез, плачевный (τὰ ἀνθρώπινα πρήγματα Luc.).
|elrutext='''δακρυώδης:''' [[достойный слез]], [[плачевный]] (τὰ ἀνθρώπινα πρήγματα Luc.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυώδης Medium diacritics: δακρυώδης Low diacritics: δακρυώδης Capitals: ΔΑΚΡΥΩΔΗΣ
Transliteration A: dakryṓdēs Transliteration B: dakryōdēs Transliteration C: dakryodis Beta Code: dakruw/dhs

English (LSJ)

ες, A exuding a watery fluid, ἕλκος δ. καὶ ἀνεκπύητον Hp. Fract.25; running at the eyes, Hippiatr.1, al. 2 tear-like, συρροή, of the bulbils of κρίνον (cf. δάκρυον 1.2), Thphr.HP6.6.8. II tearful, lamentable, Luc.Vit.Auct.14.

German (Pape)

[Seite 520] ες, thränenreich, Theophr.; thränenvoll, kläglich, Luc. Vit. auct. 14.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δάκρυα, δ. συρροή Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 6, 8· ― ἐπὶ πληγῆς ἢ ἕλκους, ὁπόθεν ἀντὶ πύου ἐκρέει εἶδός τι ὑδατώδους χυμοῦ, δ. καὶ ἀνεκπύητον Ἱππ. Ἀγμ. 767. ΙΙ. πλήρης δακρύων, ἀξιοθρήνητος, Λουκ. Β. Πρ. 14.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
lamentable.
Étymologie: δάκρυ, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 lacrimoso ἐς ὄμματα δ. ἀπόστασις ἔρχεται Hp.Coac.553, ὀφθαλμοί Hippiatr.1.3 (cód.)
que destila un líquido acuoso ἕλκος Hp.Fract.25
de plantas que es como la lágrima, como de savia συρροή Thphr.HP 6.6.8, ὑγρότης Thphr.HP 9.1.2.
2 llorón ὀδυνηροὶ καὶ δακρυώδεις de los borrachos, Basil.M.31.449B
flébil, lacrimoso ἔννοιαι Diad.Perf.68, 73, φωναί Isid.Pel.Ep.M.78.305A.
3 fig. lamentable τὰ ἀνθρωπήϊα πρήγματα ὀϊζυρὰ καὶ δακρυώδεα Luc.Vit.Auct.14.

Greek Monolingual

-ες (AM δακρυώδης, -ες)
όμοιος με δάκρυ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα δακρυώδη
κομμιοφόρα φυτά του γένους αμυριδοειδή
αρχ.
1. ο αξιοθρήνητος
2. (για έλκη και πληγές) αυτός από τον οποίο εκκρίνεται υδατώδες υγρό.

Greek Monotonic

δακρυώδης: -ες (εἶδος), αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος, γεμάτος δάκρυα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δακρυώδης: достойный слез, плачевный (τὰ ἀνθρώπινα πρήγματα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυώδης -ες [δάκρυ, -ειδης] traanachtig, waterig; overdr.: πρήγματα... δακρυώδεα verdrietige zaken Luc. 27.14.

Middle Liddell

εἶδος
tearful, lamentable, Luc.