εὐομολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐομολόγητος:''' вполне правдоподобный, очевидный Plat.
|elrutext='''εὐομολόγητος:''' [[вполне правдоподобный]], [[очевидный]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-ομολόγητος, ον<br />[[easy]] to [[concede]], [[indisputable]], Plat.
|mdlsjtxt=εὐ-ομολόγητος, ον<br />[[easy]] to [[concede]], [[indisputable]], Plat.
}}
}}

Revision as of 11:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐομολόγητος Medium diacritics: εὐομολόγητος Low diacritics: ευομολόγητος Capitals: ΕΥΟΜΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euomológētos Transliteration B: euomologētos Transliteration C: evomologitos Beta Code: eu)omolo/ghtos

English (LSJ)

ον, A easy to concede, indisputable, Pl.R.527b.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht zuzugeben, einleuchtend, Plat. Rep. VII, 527 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐομολόγητος: -ον, εὐκόλως ὁμολογούμενος, ἀναμφήριστος, Πλάτ. Πολ. 527Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on convient facilement, indiscutable.
Étymologie: εὖ, ὁμολογέω.

Greek Monolingual

εὐομολόγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραδεχθεί εύκολα, ο αδιαμφισβήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομολογώ].

Greek Monotonic

εὐομολόγητος: -ον, αυτό που εύκολα ομολογείται, αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐομολόγητος: вполне правдоподобный, очевидный Plat.

Middle Liddell

εὐ-ομολόγητος, ον
easy to concede, indisputable, Plat.